«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Σκεφτόμουν πόσο μεγάλη διαφορά χωρίζει το κλίμα ανάμεσα στην ψηφοφορία για τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την συζήτηση αυτές τις ημέρες για τον νέο Εκλογικό Νόμο. Την Τετάρτη υπήρξε ένα δυνατό μήνυμα συναίνεσης. Υπήρξε μια πρόταση που επέτρεψε την έκφραση αυτής της συναίνεσης. Σήμερα επικρατεί πόλωση, αντιπαράθεση. Υπάρχουν ευθύνες με κυρίαρχη αυτή της Κυβέρνησης. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν θα μπορούσε να βρεθεί κοινός τόπος τουλάχιστον από τα τρία μεγάλα κόμματα και του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου αφού τώρα πια κυβέρνησε.
Πάμε όμως παρακάτω.
Επιτρέψτε μου να καταθέσω τις απόψεις μου για τον Εκλογικό Νόμο. Εστιάζω σε τρεις βασικές παρατηρήσεις
ΠΡΩΤΟ: Είναι γνωστό ότι το Κίνημα Αλλαγής δεν ψήφισε τον νόμο για την εφαρμογή της απλής αναλογικής που έφερε η Κυβέρνηση του Σύριζα το 2016.
Η πολυδιάσπαση που επιφέρει αυτό το εκλογικό σύστημα, οδηγεί σε αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης και σε διαλυτικά φαινόμενα στο πολιτικό μας σύστημα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκε την Απλή Αναλογική αφού αξιοποίησε τον Νόμο Παυλόπουλου και τον Ιανουάριο, αλλά και τον Σεπτέμβριο του 2015. Ενώ είχαν μεσολαβήσει 9 μήνες διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ « δεν βρήκαν τον χρόνο» να αλλάξουν τον εκλογικό Νόμο, ενώ η εμβληματική προσωπικότητα της Αριστεράς Μανώλης Γκλέζος και κορυφαίο στέλεχος τότε του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι το πρώτο νομοθέτημα που θα φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ αν νικήσει στις εκλογές του Ιανουαρίου θα ήταν η Απλή Αναλογική.
Πιστεύω ότι ο Μανώλης Γκλέζος πίστευε βαθιά αυτό που έλεγε. Απ΄ότι φάνηκε όμως , ίσως ήταν ο μόνος. Κακά τα ψέματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε την Απλή Αναλογική όταν από τις δημοσκοπήσεις και το κοινωνικό κλίμα διαπίστωσε ότι οδεύει προς ήττα. Εργαλιοποίησε επομένως τον Εκλογικό Νόμο για να δυσκολέψει τον σχηματισμό Κυβερνήσεων, να δημιουργήσει λόγους αστάθειας και ακυβερνησίας, θεωρώντας ότι αυτό τον βοηθάει. Η χώρα μετά από 10 χρόνια κρίσης και Μνημονίων και ενώ βρίσκεται μπροστά σε μείζονα προβλήματα δεν αντέχει περιπέτειες και πειράματα που μπορεί να οδηγούν σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις.
ΔΕΥΤΕΡΟ: Χρειάζεται επομένως αλλαγή του Εκλογικού Νόμου και καλώς το συζητάμε. Το θέμα είναι ποιος πρέπει να είναι αυτός ο Νόμος, ποια πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά του, ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληροί.
Εμείς πιστεύουμε στην ανάγκη ενός εκλογικού συστήματος ευρείας αποδοχής, που ενισχύει την διαφάνεια και την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Ένας νέος εκλογικός Νόμος πρέπει να συνδυάζει:
– Την πολιτική σταθερότητα που έχει ανάγκη η χώρα. Είναι αδιανόητο να υπάρχει ένας Εκλογικός Νόμος που εγκυμονεί κινδύνους αστάθειας ή αλλεπάλληλων αναμετρήσεων. Η χώρα έχει περάσει μια επώδυνη οικονομική κρίση, βρίσκεται σε μια φάση που προσπαθεί να σταθεροποιήσει τον βηματισμό της, να αναπτυχθεί, ενώ καθημερινά εμφανίζονται σημαντικοί κίνδυνοι από τη περιφερειακή αποσταθεροποίηση και την επιθετικότητα της Τουρκίας. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι η χώρα μπορεί να κάνει τρεις εκλογές όπως το ΄89- ΄90 , ενώ βρίσκεται σ΄αυτή την κατάσταση και η κοινωνία περιμένει φως
– Την εξασφάλιση της Κυβερνησιμότητας, μέσα και από μία λογική αυτοδύναμων Κυβερνήσεων αν το πρώτο κόμμα συγκεντρώσει ένα απαραίτητο ποσοστό, αλλά και της λογικής συνεργασιών που μπορεί να υπάρξει αν κόμματα προτάξουν το εθνικό συμφέρον και βέβαια την ανάγκη προγραμματικών συγκλίσεων. Το ΠΑΣΟΚ το τόλμησε αυτό το 2012, προτάσσοντας την ανάγκη να μην καταρρεύσει η χώρα. Το τόλμησε επωμιζόμενο τεράστιες ευθύνες και κόστος, όταν άλλοι δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις στον λαό μέσα από ένα κρεσέντο λαϊκισμού
– Την εκλογική δικαιοσύνη και αναλογικότερη εκπροσώπηση των πολιτικών ρευμάτων.
Ποιος θα μπορούσε να είναι ένας τέτοιος Νόμος; Αναμφίβολα ο Νόμος που επεξεργαστήκαμε και καταθέσαμε εδώ και 2 χρόνια. Ήταν μια ολοκληρωμένη Πρόταση για ένα νέο εκλογικό Νόμο, που υλοποιεί τους βασικούς στόχους που έχουμε θέσει.
Η Πρόταση αποτέλεσε και αποτελεί ΠΡΑΞΗ ΕΥΘΥΝΗΣ, σύστημα ολοκληρωμένο και λειτουργικό, μακριά από τακτικισμούς και μικροκομματικά παιχνίδια.
ΤΡΙΤΟ: Η Κυβέρνηση θα μπορούσε αν ήθελε και αν πίστευε στην συνεννόηση και στον διάλογο για να υπάρχει ένα κοινά αποδεκτό εκλογικό σύστημα να πάρει ως βάση αυτή την πρόταση, την πρότασή μας.
Δυστυχώς ο Νόμος που κατέθεσε η Ν.Δ. στην Βουλή, δεν συνάδει με την δική μας πολιτική λογική, αλλά αντίθετα διατηρεί το θηριώδες bonus των 50 εδρών.
Θα έλεγα δε ότι προσπαθεί να αποπροσανατολίσει, υιοθετώντας την αρχιτεκτονική της δικής μας πρότασής για το “κλιμακωτό bonus”. Αλλά με δύο βασικές ποιοτικές διαφορές:
α) Διατηρεί ως μέγιστο το bonus των 50 εδρών, αντί των 35 εδρών που προτείνουμε εμείς.
β) Προβλέπει ως βασικό bonus τις 20 έδρες για όποιον συγκεντρώσει το 25% των ψήφων, αλλά από κει και πέρα δίνει 1 έδρα πρόσθετο bonus για κάθε επιπλέον 0,5% εκλογικό ποσοστό (αντί του για κάθε 1% που προτείνουμε εμείς) .
Έτσι η πρόταση της Ν.Δ. οδηγεί σε αυτοδύναμη Κυβέρνηση για όποιο κόμμα συγκεντρώσει περίπου το 37% του εκλογικού συστήματος, ενώ η δική μας πρόταση απαιτεί ποσοστό άνω του 40,5%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο.
Μάλιστα αν το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που δεν συγκεντρώνουν το 3% για την είσοδο στην Βουλή, είναι μεγαλύτερο του σημερινού, το πρώτο κόμμα μπορεί να επιτύχει αυτοδυναμία ακόμα και με το 36,5% των ψήφων.
ΤΕΤΑΡΤΟ: Είναι φανερό, ότι αυτό που χωρίζει τις δύο προτάσεις, την Κυβερνητική και την δική μας , δεν είναι κάποια ποσοτικά χαρακτηριστικά, αλλά η φιλοσοφία.
– Η Κυβέρνηση έχει επιλέξει να εκβιάσει την αυτοδυναμία.
– Γι’ αυτό διατηρεί αυτό το bonus.
– Γι’ αυτό δεν επεδίωξε κανένα ουσιαστικό διάλογο
– Η Κυβέρνηση επιδιώκει την ενδυνάμωση ενός σικέ δικομματισμού
– Προσπαθεί να αποφύγει ακόμα και το ενδεχόμενο πιθανών προγραμματικών συγκλίσεων
Πιστεύω ότι η Κυβέρνηση ξεχνάει, υποτιμάει ότι πολλοί σχεδιασμοί ανατρέπονται στην δυναμική των κοινωνικών διεργασιών και των πολιτικών ανακατατάξεων, στην δυναμική της αλλαγής των συσχετισμών.
Γι’ αυτό είναι ευνόητο ότι εμείς δεν μπορούμε να ψηφίσουμε αυτή την πρόταση. Είναι έξω από μια προοδευτική αντίληψη διακυβέρνησης, από μια λογική γνήσιας κοινωνικής αντιπροσωπευτικότητας μίας Κυβέρνησης, από μια λογική συναινετικών λύσεων σε μια κρίσιμη για την χώρα συγκυρία».
Ακολουθεί link στο you tube με την ομιλία της Κας Νάντιας Γιαννακοπούλου: