Το πλεόνασμα για το οποίο συζητάμε, έχει επιτευχθεί με τις απίστευτες θυσίες των Ελλήνων πολιτών. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε 4,5 δις νέα μέτρα και επίκεινται 2,5 δις επιπλέον μέτρα για το 2017, τα οποία έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι το πλεόνασμα αυτό έχει επιτευχθεί και χάρη στην εσωτερική στάση πληρωμών – βλέπουμε την κατάρρευση του δημοσίου τομέα, τις τεράστιες ελλείψεις στον ΕΟΠΥΥ, την αστυνομία και αλλού. Να λέμε λοιπόν τα πράγματα έτσι όπως είναι.
Όσον αφορά στο έκτακτο επίδομα, εμείς δεν ακολουθήσαμε την στάση που τήρησε προ διετίας ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κάτι αντίστοιχο, γιατί θεωρούμε ότι και τα 300 ευρώ είναι μια ανάσα για πάρα πολλούς συμπολίτες μας, ακόμη κι αν δοθούν άπαξ. Και βεβαίως αυτό δεν μπορούμε να το αποκαλούμε 13η σύνταξη, όσο κι αν στο εσωτερικό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το παρουσιάζει ως τέτοια, ενώ στο εξωτερικό ο κ. Τσακαλώτος στέλνει επιστολές μεταμέλειας για τους ψευτοπαλικαρισμούς του κ. Τσίπρα, παραδεχόμενος ότι δεν είναι παρά ένα έκτακτο επίδομα.
Άλλα λένε στο εξωτερικό και άλλα στο εσωτερικό. Εντός της χώρας υπάρχει ένας ψευτοπαλικαρισμός, ότι δήθεν δεν θα ανεχθούμε να μας ορίζουν άλλοι τί κάνουμε. Ταυτόχρονα, ο κ. Τσακαλώτος δηλώνει στην ταπεινωτική αυτή επιστολή ότι η κυβέρνηση πάντα θα λειτουργεί κατόπιν συναίνεσης και συμφωνίας, και μάλιστα ότι η εφαρμογή του δημοσιονομικού κόφτη θα γίνεται πλέον κατά προτεραιότητα στις συντάξεις! Μα αυτό δεν είναι το άκρον άωτον της κοροϊδίας;
Το θέμα όμως είναι ότι από 1η Ιανουαρίου αρχίζουν ακόμη πιο δύσκολα και επώδυνα μέτρα. Βεβαίως είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για τους συνταξιούχους. Όμως για τους νέους ανθρώπους τί έχει προτείνει αυτή η κυβέρνηση; Δεν έχει κανένα σχέδιο, καμία στρατηγική, και και ο νέος νόμος Κατρούγκαλου με τις υπεραυξημένες ασφαλιστικες εισφορές θα διαλύσει τους νέους επιστήμονες, τους νέους επαγγελματίες, τους νέους αγρότες, που συνεχίζουν να παλεύουν και να προσπαθούν στην πατρίδα μας.
Εμείς θεωρούμε ότι ακόμη κι ένα επίδομα των €300, έστω κι αν δοθεί άπαξ, είναι κάτι που πάρα πολλοί συμπολίτες μας το έχουν ανάγκη, επομένως σε καμία περίπτωση η Δημοκρατική Συμπαράταξη δεν θα μπορούσε να τους αρνηθεί αυτό το βοήθημα. Όμως τελικά έχει αποδειχθεί ότι η στρατηγική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι το γνωστό «να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Από τη μία, δηλαδή, διαλύεται το σύστημα – καταργείται το ΕΚΑΣ, πετσοκόβονται οι επικουρικές συντάξεις, μιλάμε για επανυπολογισμό των συντάξεων από το 2017 και κατάργηση επιδομάτων – κι από την άλλη η κυβέρνηση λέει «ορίστε, σας δίνω κάτι», το οποίο μάλιστα συνεχίζει, μετά κι από την ταπεινωτική επιστολή που απέστειλε, να το βαφτίζει 13η σύνταξη! Ο εμπαιγμός έχει και όρια.
Ασφαλώς και πρέπει να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας και να ορίζουμε ως χώρα τις πολιτικές που θα εφαρμόζουμε για να βγούμε από την κρίση και να δούμε επιτέλους ανάπτυξη και θέσεις εργασίας. Όμως αυτό δεν θα γίνει με τους τακτικισμούς που βλέπουμε να ακολουθεί η κυβέρνηση, με ψευτοπαλικαρισμούς που τελικά δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα και ως αποτέλεσμα είχαν την ντροπιαστική αυτή επιστολή. Στο εσωτερικό είναι λέοντες και στο εξωτερικό γατάκια, και δυστυχώς το μάρμαρο το πληρώνει πάντα ο Έλληνας πολίτης.
Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί, είναι δυστυχώς ανίκανη να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Χρειάζεται αλλαγή κυβέρνησης, αλλαγή πολιτικής, με εθνική συναίνεση και συνεννόηση σε μια εθνική γραμμή. Εμείς ως αντιπολίτευση εκλογές δεν μπορούμε να επιβάλλουμε, αν και θεωρώ ότι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αργά ή γρήγορα θα έρθουν οι εκλογές. Όμως αν κάτι έχουμε μάθει τα χρόνια της κρίσης είναι ότι εκλογές κάθε τόσο δεν λύνουν κανένα πρόβλημα. Το μοντέλο του ενός κόμματος στην κυβέρνηση με την αντιπολίτευση να λαϊκίζει και να πετροβολεί ώστε να πάρει την εξουσία έχει οδηγήσει σε αυτήν την κατάσταση, στο να είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που ακόμη δεν έχει βγει από την κρίση και τα μνημόνια. Άρα λοιπόν πρέπει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα να βάλει μυαλό, να συνεννοηθούμε στα βασικά, γιατί ο διχασμός που καλλιέργησαν ως αντιπολίτευση τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, για μικροπολιτικά τους οφέλη, τα τελευταία έξι χρόνια δεν έχει οδηγήσει πουθενά.
Στην χθεσινή ψηφοφορία αποφασίσαμε να δώσουμε συμβολικά θετική ψήφο για αυτή τη μικρή ανάσα που θα δοθεί στους χαμηλοσυνταξιούχους, γιατί δεν θεωρούμε ότι θα πρέπει να πληρώσουν τους ψευτοπαλικαρισμούς και την τυχοδιωκτική πολιτική της κυβέρνησης άνθρωποι που έχουν μεγάλη ανάγκη, έστω κι από αυτό το μικρό εφάπαξ βοήθημα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι όλες αυτές οι τυχοδιωκτικές «πιρουέτες» του κ. Τσίπρα το μόνο που καταφέρνουν είναι να δίνουν «άλλοθι» στις πιο ακραίες συντηρητικές φωνές της Ευρώπης, και ιδίως στον κ. Σόιμπλε, να απειλούν με τιμωρητικού τύπου πολιτικές. Τον τυχοδιωκτισμό της κυβέρνησης, εξάλλου, οι Έλληνες πολίτες θα τον πληρώσουν και πάλι.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας αυτή τη στιγμή: ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι παντελώς ανίκανη και αναποτελεσματική στη διαπραγμάτευση. Ακόμη και τα πενιχρά αποτελέσματα της διαπραγμάτευσης για το έλλειμμα και το χρέος υπονομεύονται από την στάση της.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη, στο ψευδοδίλημμα που θέτει η κυβέρνηση – στο εσωτερικό της χώρας, γιατί στο εξωτερικό είναι απολύτως πειθήνια στις προθέσεις των δανειστών – «ή με τον Τσίπρα ή με τον Σόιμπλε», προκειμένου έτσι να ξεπεράσει τα δικά της εσωκομματικά προβλήματα, απαντάμε ξεκάθαρα: ούτε με τον Τσίπρα, ούτε με τον Σόιμπλε.
Εκλογές εμείς δεν μπορούμε να επιβάλλουμε – μόνο η κυβέρνηση μπορεί να αποφασίσει να πάμε σε εκλογές. Όμως και τα προηγούμενα χρόνια, με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις και το «φύγε εσύ για να έρθω εγώ», είδαμε να αλλάζει κάτι;
Η δική μας θέση είναι σαφής: πρέπει να υπάρξει μία αλλαγή πολιτικής, από μία άλλη κυβέρνηση, με συμμετοχή όλων των φιλοευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων, με εθνική συναίνεση και συνεννόηση, την οποία θα μπορέσει να επιβάλλει η Δημοκρατική Συμπαράταξη με αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών.
Εμείς δεν πρόκειται να πράξουμε αυτό που έκανε ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014, όταν με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ δόθηκε το κοινωνικό μέρισμα. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μας οι δηλώσεις ότι δήθεν ήταν «ανήθικο» και οι αναφορές τους σε «καθρεφτάκια για ιθαγενείς». Η Δημοκρατκή Δυμπαράταξη ασφαλώς σέβεται απόλυτα την ανάγκη όλων όσων θα πάρουν τα 380 ευρώ κατά μέσο όρο, έστω και μία μόνο φορά, καθώς η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη για την πλεινότητα των ελληνικών οικογενειών – και έχει γίνει πολύ χειρότερη, με αποκλειστκή υπαιτιότητα του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως οι χθεσινές εξαγγελίες θυμίζουν αυτό που ο σοφός λαός μας έχει αποτυπώσει στο γνωστό «να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Γιατί όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φόρτωσε με 7,2 δις πρόσθετα μέτρα την προηγούμενη διετία (2015-2016) με την βαρουφάκειο διαπραγμάτευση, τα capital controls και την απειλή του Grexit, όταν κατήργησε το ΕΚΑΣ, κόβοντας το μισό το 2016 και το άλλο μισό τώρα, όταν έρχονται νέα πρόσθετα μέτρα ύψους 2,5 δις ευρώ, εκ των οποίων 750 εκατομμύρια ευρώ θα προέλθουν από τους συνταξιούχους, αυτό λέγεται κοροϊδία. Από τη μία δίνει κάτι – ελάχιστο – κι από την άλλη το παίρνει πίσω και μάλιστα πολλαπλάσια.
Αυτές οι προεκλογικού και «φιλανθρωπικού» τύπου παροχές δεν μπορούν να απαλύνουν το πρόβλημα του μέσου Έλληνα, έστω κι αν μπορούν να δώσουν μία ανάσα για ένα μήνα. Ο ελληνικός λαός το «κάψιμο» που έχει νιώσει τα τελευταία δύο χρόνια στο πετσί του δεν πρόκειται να το ξεχάσει με φιλανθρωπικού χαρακτήρα φιλοδωρήματα.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν πραγματικά οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού έχουν «άρωμα» εκλογών. Μπορεί ο ίδιος, μπροστά στη δημοσκοπική και κοινωνική κατάρρευση του κόμματός του, να θέλει να διασωθεί οδηγώντας τη χώρα σε εκλογές, όμως οι βουλευτές του είναι τόσο «ερωτευμένοι με την καρέκλα». Εξάλλου τόσο συμπαγή κοινοβουλευτική ομάδα απέναντι στο μνημόνιο, απέναντι σε όλα τα μέτρα που κλήθηκαν να ψηφίσουν, δεν έχουμε ξαναδεί…
Η ουσία όμως είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι απολύτως αδύναμη και ανίκανη να διαπραγματευτεί, να προσφέρει ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση και τα μνημόνια. Δυστυχώς έχει βάλει τη χώρα μας σε μια διαρκή επιτροπεία, κι αυτό φαίνεται και από την πρόσφατη συμφωνία. Ακούμε τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ να δηλώνουν ότι δεν πρόκειται να δεχτούν τις απαιτήσεις των δανειστών για νέα μέτρα λιτότητας και πραγματικά απορούμε: έχουν διαβάσει τί περιλαμβάνει η συμφωνία για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αναδιάρθρωση του χρέους; Έχουν επίγνωση ότι για να κλείσει η αξιολόγηση απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συναίνεση του ΔΝΤ; Αυτό σημαίνει περαιτέρω μείωση στο αφορολόγητο, περαιτέρω περικοπές των συντάξεων, και εργασιακό αρμαγεδδώνα.
Εμείς από την πρώτη στιγμή έχουμε πει ότι το πλεόνασμα 3,5% δεν βγαίνει σε καμία περίπτωση, δεν είναι ρεαλιστικός στόχος. Πρέπει, έστω και την ύστατη στιγμή, να μπορέσουμε να βρούμε την εθνική συναίνεση με ενιαία εθνική γραμμή για να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους της συμφωνίας που είναι ανέφικτοι οπουδήποτε στην Ευρώπη, πόσω μάλλον στην Ελλάδα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση σήμερα. Κι αυτό θα γίνει μόνο με την ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ώστε να επιβάλει στο τεχνητό δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ τη συναίνεση και τη συνεννόηση.
Ακούμε τις θριαμβολογίες του ΣΥΡΙΖΑ, που επαίρεται γιατί με την χθεσινή συμφωνία του Eurogroup κόβεται το 20% του χρέους το 2060. Αλήθεια, μπορεί να κοιτάξει τον ελληνικό λαό στα μάτια και να ισχυριστεί ότι το θεωρεί σπουδαίο επίτευγμα, ενώ συνεχίζει να μας κατηγορεί για το PSI;
Φανταστείτε τί θα είχε γίνει αν δεν είχαμε πετύχει την τεράστια απομείωση του χρέους με το PSI, τη μεγαλύτερη που έχει γίνει ποτέ σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν θα υπήρχε Ελλάδα αν δεν είχε γίνει τότε διαγραφή του χρέους. Το κούρεμα των ομολόγων των ασφαλιστικών ταμείων αντιστοιχούσε στην κρατική επιχορήγηση ενός μόνο έτους. Αν είχαμε χρεοκοπήσει και είχε καταρρεύσει το κράτος, δεν θα υπήρχαν σήμερα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό το παραμύθι που αναμασά ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δήθεν “καταστροφή” των αποθεματικών των ταμείων λόγω του PSI πρέπει επιτέλους να τελειώσει.
Ας μας πει εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, το χρέος ποιός το δημιούργησε; Η Δημοκρατική Συμπαράταξη έχει ζητήσει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής από το 2010 και μετά, την οποία αρνείται ο ΣΥΡΙΖΑ, για να έρθουν στο φως οι ευθύνες ΟΛΩΝ, και ειδικά του τρίτου και αφανούς εταίρου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για να φανούν και οι ευθύνες της διακυβέρνησης Καραμανλή, που διπλασίασε το χρέος, γιατί δεν μπορούμε να πετάμε λάσπη στον ανεμιστήρα. Εμείς δεν φοβόμαστε τίποτα.
Ας σταθούμε όμως στην συμφωνία του Eurogroup: για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση πρέπει να έχει τη συμφωνία του ΔΝΤ, που ζητάει περαιτέρω περικοπές στις κύριες συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου στις 5.000 ευρώ. Ζητάει εργασιακό μεσαίωνα με ομαδικές απολύσεις και λοκ-άουτ. Ας σταματήσει τα επικοινωνιακά παιχνίδα ο ΣΥΡΙΖΑ και ας ξεκαθαρίσει επιτέλους τη θέση του. Ας μας πει όμως και η ΝΔ τη θέση της για τα εργασιακά. Βλέπουμε τον ΣΥΡΙΖΑ να οδηγείται στο να δεχτεί τις εξωφρενικές απαιτήσεις του ΔΝΤ και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τηρεί σιγήν ιχθύος, γιατί θέλει να κάνει άλλος την «βρώμικη» δουλειά.
Πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να προχωρήσουμε σε αυτά τα δυσβάσταχτα μέτρα, που είναι απαραίτητη συνθήκη για να συμμετέχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα; Κάθε φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι δεν προκειται να γίνει κάτι, δυστυχώς αυτό γίνεται με τον πιο σκληρό και βίαιο τρόπο. Τώρα που ακούμε πάλι ότι δεν πρόκειται να ληφθούν άλλα μέτρα, πραγματικά τρέμουμε.
Για τις τελευταίες δημοσκοπήσεις
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη ενισχύεται είναι σίγουρα αισιόδοξα. Όμως η πιο σημαντική δημοσκόπηση είναι κατά κύριο λόγο αυτή που γίνεται με την πραγματική επαφή με την κοινωνία. Κι εμείς είμαστε στην κοινωνία, κατεβαινουμε στον δρόμο, κάνουμε περιοδείες.
Βλέπουμε τον προοδευτικό κόσμο να κάνει στροφή και να ξανακοιτάζει προς τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, περιμένει να δει και να ακούσει τις θέσεις και προτάσεις μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είμαστε η μόνη πολιτική δύναμη που έχουμε καταθέσει εξαιρετικά συγκεκριμένες προτάσεις και θέσεις για τα πιο φλέγοντα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία – κόκκινα δάνεια, ασφαλιστικό, παιδεία, υγεία. Ο κόσμος αναγνωρίζει όλη αυτήν την τεράστια προσπάθεια που γίνεται για να ανασυγκροτηθεί ο χώρος της πραγματικής κεντροαριστεράς, που εκφράζεται με κορμό το ΠΑΣΟΚ και τη Δημοκρατική Συμπαράταξη.
Είμαστε το κόμμα που πλήρωσε πιο ακριβά από όλες τις πολιτικές δυνάμεις – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη – την κρίση, και μάλιστα δυσανάλογα. Δεν είδαμε να συμβαίνει το ίδιο στη Νέα Δημοκρατία, της οποίας η διακυβέρνηση κατά την πενταεία 2004-2009 ήταν και η βασική αιτία που εκτινάχθηκε το χρέος στα ύψη και ήρθαμε αντιμέτωποι με την κρίση.
Βεβαίως κάναμε και λάθη – όποιος πράττει, όποιος κυβερνά κάνει και λάθη. Όμως κάναμε και πάρα πολλά σωστά στην πορεία μας. Η ζωή του Έλληνα πολίτη άλλαξε πάρα πολύ από το ’81 και μετά. Ήμασταν και είμαστε δίπλα στον μικρομεσαίο, τον μη προνομιούχο, και μπορούμε να τον εκφράσουμε καλύτερα και πιο αυθεντικά από όλους.
Να μην συγκρίνουμε σε καμία περίπτωση τη θέση στην οποία βρίσκεται η πατρίδα μας αυτή τη στιγμή, μετά από 2 χρόνια καταστροφικής διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, 2 χρόνια χαμένα για την πατρίδα και τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Είναι επιλεκτική η μνήμη του ΣΥΡΙΖΑ και ξεχνάει τί ακριβώς διεμοίφθη στην πατρίδα μας, όχι απλά το πρώτο καταστροφικό εξάμηνο του «asset», κατά τον κ. Τσίπρα, κ. Βαρουφάκη, με την γνωστή σε όλους διαπραγμάτευση που μας οδήγησε στα capital controls και στοίχισε τα 86 δις, τα οποία φόρτωσε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική οικονομία. Όμως οι Έλληνες πολίτες θυμούνται πάρα πολύ καλά πώς ήταν τα πράγματα 2 χρόνια πριν, στα τέλη του 2014, που είχαμε πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα και σύμφωνα με τις προβλέψεις όλων οδεύαμε σε 6% ρυθμούς ανάπτυξης στη διετία 2015-2016.
Ήμασταν έτοιμοι να βγούμε από τα μνημόνια και να πάμε στην προληπτική γραμμή πίστωσης, να μπορέσουμε να πάρουμε μια ανάσα, και όλα αυτά χάθηκαν για τους πειραματισμούς και τις «αυταπάτες» του ΣΥΡΙΖΑ. Μπήκαμε σε μια απίστευτη περίοδο πολιτικής αστάθειας εξαιτίας της ανεύθυνης στάσης «ΟΧΙ σε όλα» του ΣΥΡΙΖΑ που εκβιαστικά μας οδήγησε σε εκλογές με αφορμή την εκλογή του Προέδρου Δημοκρατίας, και ξανά μετά το διχαστικό δημοψήφισμα και παρά την απόλυτη στήριξη που παρείχαμε όλα τα φιλοευρωπαϊκά δημοκρατικά κόμματα το καλοκαίρι του 2015, γιατί μας έφτασε στο χείλος της καταστροφής και του Grexit, στήριξη στηn οποία o ΣΥΡΙΖΑ γύρισε την πλάτη.
Πολύ όψιμα, λοιπόν, θυμήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ να ζητήσει συζήτηση και συνεργασία, προφανώς λόγω της δημοσκοπικής του κατάρρευσης. Εμείς μιλάμε για μια πραγματική ανασύνθεση του χώρου της κεντροαριστεράς, με ειλικρινή συμμετοχή όλων όσων πιστεύουν σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και όχι όσων άλλα λένε, άλλα εννοούν και άλλα κάνουν.
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη έχει καθοριστικό ρόλο στην ομάδα των Ευρωσοσιαλιστών. Ο κ. Τσίπρας στην Κούβα αποκάλεσε δυνάστες τους Ευρωπαίους εταίρους, συμπεριλαμβανομένων και των Ευρωπαίων σοσιαλιστών. Αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήρθε στην εξουσία πουλώντας ελπίδα στον ελληνικό λαό πάνω σε μία υποτιθέμενη αριστερή ατζέντα, και την επόμενη μέρα υιοθέτησε την ακραία συντηρητική ατζέντα, είναι ψευδεπίγραφη αριστερά. Είναι η πιο πειθήνια κυβέρνηση στις απαιτήσεις των δανειστών, κι αυτό δεν το λέμε εμείς, το λέει η ίδια η κα. Μέρκελ, της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καλύτερος μαθητής, το λένε ο κ. Ντάισελμπλουμ και οι θεσμοί.
Σοσιαλισμός αγκαλιά με τους ΑΝΕΛ, με εθνικολαϊκιστικά μορφώματα, δεν γίνεται. Αυτό που έχει συμβεί στη χώρα μας, δηλαδή ένα υποτιθέμενο αριστερό κόμμα με ένα ακραίο, δεξιό, εθνικιστικό κόμμα όπως αυτό των ΑΝΕΛ να κάνουν συγκυβέρνηση, δεν είναι ούτε κεντροαριστερά ούτε σοσιαλδημοκρατία, όσο κι αν προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάνει εισπήδηση στο χώρο.
Όταν, εξάλλου, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επιλέγει να πάει χέρι-χέρι με εκπροσώπους της ΧΑ για επικοινωνιακές φιέστες – κάτι πάρα πολύ επικίνδυνο, γιατί δεν ασκείται με αυτόν τον τρόπο η εξωτερική πολιτική – και βουλευτές, υπουργοί και ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ βγάζουν φωτογραφίες στη νήσο Ρω μαζί με εκπροσώπους της Χρυσής Αυγής, αυτό αν μη τι άλλο δημιουργεί ερωτηματικά.
Πριν δύο χρόνια, τέτοιες μέρες, οδηγηθήκαμε εκβιαστικά σε εθνικές εκλογές εξαιτίας της δίψας του ΣΥΡΙΖΑ για εξουσία με κάθε κόστος. Τις οικονομικές συνέπειες της καταστροφικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τις βιώνουμε όλοι στην τσέπη μας, στην καθημερινότητά μας.
Όμως τα αποτελέσματα της ανεύθυνης στάσης που άσκησαν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, από την πρώτη στιγμή που η κρίση χτύπησε την πόρτα μας, είναι βαθύτερα, μακροβιότερα και ακόμη πιο καταστροφικά για τους Έλληνες πολίτες: οδηγηθήκαμε σε έναν πρωτοφανή εθνικό διχασμό. Είτε τον χρωματίζουμε με χαρακτηριστικά «παλιού» εναντίον «νέου», είτε παίρνει τη μορφή του άκρως επικίνδυνου «ή αυτοί ή εμείς», δυστυχώς η νοοτροπία που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια και έχει δηλητηριάσει τη συλλογική μας συνείδηση ευθύνεται, τελικά, για τον φαύλο κύκλο από τον οποίο ακόμη αναζητούμε διέξοδο.
Ο λόγος για τον οποίο δεν βγήκαμε δυνατότεροι μέσα από την κρίση, όπως όλοι ελπίζαμε ότι θα συνέβαινε τα πρώτα χρόνια της οικονομικής δυσχέρειας, δεν είναι μόνο η κακή διαπραγμάτευση ή η σκληρή στάση των δανειστών. Είναι το ότι η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας, αντί να προτάξει το εθνικό συμφέρον και να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό του, επιδόθηκε σε κατασκευή τεχνητών αδιεξόδων, κανιβαλισμό και κοκορομαχίες, έδωσε προτεραιότητα σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και προσωπικά συμφέροντα και δίχασε με το χειρότερο τρόπο τον ελληνικό λαό.
Αν διερωτώμαστε γιατί αδυνατούμε να ορθοποδήσουμε τα τελευταία 6 χρόνια, η απάντηση είναι μπροστά μας: πώς να μπορέσει να ξαναπάρει ο Έλληνας πολίτης την τύχη του στα χέρια του, όταν έχει «εκπαιδευτεί» από τους κομματικούς διαξιφισμούς να αντιμετωπίζει τον διπλανό του ανταγωνιστικά, ή ακόμη και εχθρικά;
Ο συγκρίσεις με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. που κατάφεραν να βγουν από τα μνημόνια είναι ντροπιαστικές για όλους μας. Τι κατόρθωσαν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος; Απλά, αυτό που δεν ήμασταν σε θέση να κάνουμε πράξη εμείς: να συνεργαστούμε και συνεννοηθούμε σε συναινετικές λύσεις, παραμερίζοντας τα κομματικά συμφέροντα. Να επιδείξουμε στοιχειώδη εθνική υπευθυνότητα. Και αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να επιτευχθεί ως μεμονωμένη πρωτοβουλία.
Το επιχείρησε από την πρώτη στιγμή το ΠΑΣΟΚ, και αντί για ευήκοα ώτα βρήκε απέναντί του κλειστές πόρτες. Αντί για συναίνεση και συνεννόηση, όπως ζητούμε ανελιπώς από το 2010, αντιμετωπίσαμε είτε λυσσαλέα αντιπολίτευση είτε στείρα άρνηση, μπροστά σε μία τεράστια πρόκληση που αν μη τι άλλο επέβαλε ενότητα και εθνική ομοψυχία.
Το γεγονός ότι ο διχασμός γεννήθηκε από τις πολιτικές δυνάμεις δεν σημαίνει ότι το τέλος του θα έρθει απαραίτητα από αυτές. Ο πολιτικός κόσμος της χώρας όμως οφείλει να είναι η αφετηρία του. Δεν είναι μόνο εθνική υποχρέωση, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ουδέποτε δείλιασε μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις, και η νέα εθνική συμφιλίωση είναι το μεγάλο στοίχημα που μπορούμε και πρέπει να κερδίσουμε. Το χρωστάμε όχι μόνο στην ιστορική μας πορεία, στη σοσιαλδημοκρατία και στις αρχές και αξίες που πρεσβεύει, αλλά σε κάθε προοδευτικό πολίτη που μας εμπιστεύτηκε διαχρονικά και περιμένει από εμάς να αρθούμε για άλλη μια φορά στο ύψος των περιστάσεων.
Μοναδικός τρόπος για να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων ειναι να ενισχυθεί η Δημοκρατική Συμπαράταξη, η αυθεντική κεντροαριστερά. Η παράταξη που έκανε τις σημαντικότερες τομές στη νεότερη ελληνική ιστορία, που έφερε το κοινωνικό κράτος, που έβαλε τον πολίτη στο επίκεντρο και τα αιτήματά του στο προσκήνιο. Η μόνη παράταξη που μπορεί να δώσει ξανά λύσεις στα προβλήματα του ελληνικού λαού, ο οποίος κουράστηκε να παρακολουθεί μια ανίκανη κυβέρνηση να βουλιάζει τη χώρα σε περαιτέρω ύφεση, φοροεπιδρομή, περικοπές συντάξεων και εισοδημάτων και ανεργία, και μια ανεύθυνη αντιπολίτευση που μοναδική πρόταση που εκφράζει είναι μια εκ νέου εκλογική αναμέτρηση.
Η μοναδική παράταξη, εν τέλει, που μπορεί να εμπνεύσει ξανά την ενότητα, τη σύμπνοια και τη συνεργασία, να φέρει τέλος στον εθνικό διχασμό και να ανοίξει τον δρόμο προς την ανάκαμψη, είναι η Δημοκρατική Συμπαράταξη. Και ο μόνος τρόπος να βγούμε από την κρίση και τα μνημόνια είναι να επιβάλλουμε τη συναίνεση ανάμεσα σε όλες τις δημοκρατικές, φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του τόπου.
Το θετικό μήνυμα από τις χθεσινές εκλογές στην Αυστρία είναι η πολύ σημαντική νίκη του ανεξάρτητου οικολόγου Φoν Ντερ Μπέλεν, που επικράτησε έναντι του ακροδεξιού αντιπάλου του. Είναι μια νίκη απέναντι στον εθνικισμό, στον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.
Βεβαίως το 47% του Χόφερ αλλά και οι αυξανόμενες ακραίες δεξιές, εθνικιστικές δυνάμεις όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον κόσμο είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχήσει. Όμως δεν αρκεί απλά να δηλώνουμε την αντίθεσή μας στα φαινόμενα αυτά. Είναι ώρα πολύ βαθιάς περίσκεψης, και ειδικά για τα κόμματα και της δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Η ενωμένη Ευρώπη, εξάλλου, ήταν ένα δημιούργημα της σοσιαλδημοκρατίας και της έκφρασης του κοινωνικού κράτους, του κράτους δικαίου.
Πρέπει λοιπόν να ξαναφέρουμε την πολιτική στο επίκεντρο, την πολιτική από την οποία αισθάνεται πλέον αποκομμένος ο μέσος ευρωπαίος πολίτης και γι’ αυτό εκφράζεται ακραία. Η επικράτηση ακραίων συντηρητικών δυνάμεων, των δυνάμεων της αγοράς, είναι αυτό που εξώθησε την πολιτική από το προσκήνιο.
Γι’ αυτό οφείλουμε να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα αγγίξουμε ξανά τον μικρομεσαίο, τον μη προνομιούχο, τον πολίτη που νιώθει ότι βρισκεται στο περιθώριο, να μπορέσουμε να ξανασυνδεθούμε μαζί του, να του μιλήσουμε για πράγματα που τον αφορούν και να του προσφέρουμε ρεαλιστικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Για το άθλιο δημοσίευμα της εφημερίδας «Documento»
Η χθεσινή άθλια και συκοφαντική επίθεση στην Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά από την εφημερίδα Documento και τους κυρίους Βαξεβάνη και Καλογρίτσα αποτελεί ντροπή για τη δημοσιογραφία. Φανταστείτε τί άλλους κιτρινισμούς και αθλιότητες θα βλέπαμε αν τελικά δεν είχε κριθεί αντισυνταγματικός ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες και είχαν πάρει κανάλι!
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια και θα προσφύγει άμεσα στη δικαιοσύνη. Η Φώφη Γεννηματά έχει ήδη ζητήσει από το Προεδρείο της Βουλής και την Επιτροπή θεσμών και Διαφάνειας να κινηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να ζητήσουν ενημέρωση από τις εισαγγελικές αρχές και να μην επιτρέψουν να αιωρείται αυτή η συκοφαντική επίθεση της κίτρινης δημοσιογραφίας.
Η χυδαία αυτή επίθεση όμως είναι ντροπή και για την κυβέρνηση, κι αυτό γιατί ο πρώτος που αναπαρήγαγε αυτήν την αθλιότητα ήταν ο κυβερνητικός εταίρος, ο κ. Καμμένος, ενώ το Μέγαρο Μαξίμου τηρεί σιγή ιχθύος.
Το εν λόγω δημοσίευμα καταδεικνύει τον πανικό στον οποίο βρίσκεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπροστά στην αποδρομή της, την ουσιαστική και κοινωνική της διάλυση. Βλέπει τον ελληνικό λαό να γυρίζει την πλάτη στα ψέμματα, την ανικανότητα και την φιλελεύθερη ατζέντα της, βλέπει όμως και την ενδυνάμωση του χώρου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, που θεωρεί αντίπαλό της.
Εμείς εκλογές δεν μπορούμε να επιβάλλουμε, αν και διαφαίνεται ότι οδεύουμε προς αυτές γιατί η κυβέρνηση είναι παντελώς αποτυχημένη και κοινωνικά απομονωμένη. Όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχτούμε να πάμε με οποιαδήποτε κατασκευασμένη σκιά και λάσπη σε εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, η θέση μας είναι ξεκάθαρη: χρειάζεται αλλαγή κυβέρνησης, αλλαγή πολιτικής με αλλαγή πολιτικών συσχετισμών και αποφασιστική ενίσχυση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, για να μπορέσουμε να επιβάλλουμε τη συναίνεση και να βγούμε από την κρίση και τα μνημόνια.
Στα χρόνια της κρίσης, το μεγαλύτερο στοίχημα για τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν είναι η μόνο η οικονομία, η διαπραγμάτευση και εφαρμογή των μνημονίων, ούτε απλώς η θεσμοθέτηση μεταρρυθμίσεων, αλλά κυρίως –και ως τελικός στόχος όλων των παραπάνω- η ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης της κοινωνίας, όχι σε κάθε μεμονωμένο κόμμα, αλλά στο πολιτικό σύστημα εν γένει.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι μόνο ελληνικό. Η δυσπιστία και η απογοήτευση που ιστορικά ακολουθεί μια οικονομική κρίση, ωθεί διεθνώς το εκάστοτε εκλογικό σώμα στη λεγόμενη πλέον «αντισυστημική» ψήφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ακραίες δυνάμεις που κινούνται στις παρυφές της δημοκρατίας και κερδίζουν διαρκώς δύναμη σε χώρες της Ε.Ε., ο ευρωσκεπτικισμός, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit και, βεβαίως, πιο πρόσφατα, η εκλογή του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Είτε όμως πρόκειται για ακραίες δεξιές φωνές, είτε για τη δήθεν αριστερή ρητορική που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κοινός παρονομαστής παραμένει η ανάγκη του κάθε πολίτη να αναζητήσει ένα διαφορετικό μήνυμα, κάτι «νέο», μία πραγματική αλλαγή και να εναποθέσει τις ελπίδες του σε αυτό. Στο μεν εξωτερικό μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν αυτές οι επιλογές. Στην Ελλάδα, από την άλλη, το βιώνουμε καθημερινά τα τελευταία δύο χρόνια.
Το εύπεπτο αφήγημα που πούλησε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά (και το οποίο επιμένει, ενάντια σε κάθε λογική, να ντύνει τις αλλεπάλληλες αποτυχίες της κυβέρνησης,) αποδείχθηκε μεγαλοπρεπώς ότι δεν ήταν άλλο από ένα κακογραμμένο παραμύθι, που μοναδικό στόχο είχε την παραπλάνηση του Έλληνα πολίτη, προκειμένου να γαντζωθεί στην καρέκλα της εξουσίας.
Την εμπιστοσύνη που, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έχει απωλέσει οριστικά η κυβέρνηση, διεκδικεί ξανά η Νέα Δημοκρατία, προτάσσοντας με τη σειρά της το δικό της ωραιοποιημένο αφήγημα. Το δήθεν «άνοιγμα» της ΝΔ στον μεσαίο χώρο και η επιφανειακή αποστασιοποίησή της από τις βαθιά συντηρητικές φωνές που διατηρεί στους κύκλους της δεν είναι άλλο από την ίδια όψη του ιδίου νομίσματος: η άντληση δύναμης από τον χώρο του κέντρου, που παραδοσιακά ανήκε ιδεολογικά και ουσιαστικά στο ΠΑΣΟΚ.
Στη Δημοκρατική Συμπαράταξη γνωρίζουμε ότι το μεγάλο αυτό στοίχημα δεν κερδίζεται εύκολα. Πρωτίστως, όμως, έχουμε απόλυτη συναίσθηση ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι μια ανώνυμη μάζα στο έλεος μιας διελκυστίνδας που οδηγεί σε νέα αδιέξοδα. Παρά τις προσπάθειες του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, οι επιλογές του Έλληνα πολίτη δεν περιορίζονται στο τεχνητό δίλημμα ανάμεσα στον άκρατο, ανέξοδο λαϊκισμό και στον επιμελώς μεταμφιεσμένο συντηρητισμό.
Αυτό που ζητά σήμερα απεγνωσμένα ο Έλληνας πολίτης είναι ξεκάθαρες λύσεις, ειλικρινείς απαντήσεις. Απαντήσεις στον νέο άνεργο, στον νέο υποαπασχολούμενο, στον εργαζόμενο που δουλεύει για μισθούς πείνας. Στον οικογενειάρχη που έχει φτάσει στα όριά του με την φοροεπιδρομή και τα κόκκινα δάνεια. Στον συνταξιούχο που βλέπει τους κόπους μιας ζωής να εξανεμίζονται, αλλά και στον νέο εργαζόμενο που δεν βλέπει μέλλον, με τις τεράστιες αλλαγές στο ασφαλιστικό και τις δυσβάσταχτες εισφορές. Σε κάθε πολίτη που βλέπει την απειλή ενός νέου, τέταρτου, ακόμη σκληρότερου μνημονίου να του χτυπά την πόρτα.
Η απάντηση στα προβλήματα του Έλληνα πολίτη πρέπει να είναι μία, και οφείλει να έρθει από εμάς, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Την πραγματική κεντροαριστερά, τον εκφραστή της ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας, που βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο έμπρακτα, με συγκεκριμένες προτάσεις για μία νέαΕθνική Αναπτυξιακή και Κοινωνική Συμφωνία για Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, θα επιταχύνουν την ανάπτυξη και τις νέες επενδύσεις, θα φέρουν θέσεις εργασίας, αλλά και θα εγγυηθούν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων.
Βασισμένη σε μια νέα σχέση κράτους – κοινωνίας- αγοράς. Σχέση συνεργατική και όχι σχέση αντιπαλότητας.
Με βασική προτεραιότητα μας το κοινωνικό κράτος, με αιχμή την υγεία και την παιδεία. Μία απάντηση που δεν περιορίζεται σε ευχολόγια ούτε σε διαρκείς αναφορές στα πεπραγμένα μας, αλλά αποτυπώνονται σε συγκεκριμένο σχέδιο, ρεαλιστικό και πραγματοποιήσιμο.
Για να ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση, για να δυναμώσει η φωνή της δύναμης που έχει το σθένος και την αξιοπρέπεια να κοιτάζει τον Έλληνα κατάματα και να του λέει την αλήθεια, χρειάζεται αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων. Μια παράταξη που ανέκαθεν διατηρεί σχέση αμφίδρομη με την κοινωνία. Σχέση εμπιστοσύνης, σχέση που ενισχύει τη φωνή κάθε δημοκρατικού πολίτη, για να δυναμώσει μαζί του και η δική μας φωνή.
Για να ξαναβρούμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση, μέσα από τη νέα αυτογνωσία που αποκτήσαμε μέσα από την κρίση. Μέσα από την εθνική συναίνεση και συνεννόηση που εμείς μπορούμε να επιβάλουμε με την δύναμη του ελληνικού λαού, χωρίς τις οποίες θα συνεχίσουμε να ταλαντευόμαστε μεταξύ μνημονίων και ομφαλοσκόπησης.