Τέλος στον εθνικό διχασμό

Άρθρο μου στην Athens Voice


Πριν δύο χρόνια, τέτοιες μέρες, οδηγηθήκαμε εκβιαστικά σε εθνικές εκλογές εξαιτίας της δίψας του ΣΥΡΙΖΑ για εξουσία με κάθε κόστος. Τις οικονομικές συνέπειες της καταστροφικής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τις βιώνουμε όλοι στην τσέπη μας, στην καθημερινότητά μας.

Όμως τα αποτελέσματα της ανεύθυνης στάσης που άσκησαν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, από την πρώτη στιγμή που η κρίση χτύπησε την πόρτα μας, είναι βαθύτερα, μακροβιότερα και ακόμη πιο καταστροφικά για τους Έλληνες πολίτες: οδηγηθήκαμε σε έναν πρωτοφανή εθνικό διχασμό. Είτε τον χρωματίζουμε με χαρακτηριστικά «παλιού» εναντίον «νέου», είτε παίρνει τη μορφή του άκρως επικίνδυνου «ή αυτοί ή εμείς», δυστυχώς η νοοτροπία που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια και έχει δηλητηριάσει τη συλλογική μας συνείδηση ευθύνεται, τελικά, για τον φαύλο κύκλο από τον οποίο ακόμη αναζητούμε διέξοδο.

Ο λόγος για τον οποίο δεν βγήκαμε δυνατότεροι μέσα από την κρίση, όπως όλοι ελπίζαμε ότι θα συνέβαινε τα πρώτα χρόνια της οικονομικής δυσχέρειας, δεν είναι μόνο η κακή διαπραγμάτευση ή η σκληρή στάση των δανειστών. Είναι το ότι η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου της χώρας, αντί να προτάξει το εθνικό συμφέρον και να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό του, επιδόθηκε σε κατασκευή τεχνητών αδιεξόδων, κανιβαλισμό και κοκορομαχίες, έδωσε προτεραιότητα σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και προσωπικά συμφέροντα και δίχασε με το χειρότερο τρόπο τον ελληνικό λαό.

Αν διερωτώμαστε γιατί αδυνατούμε να ορθοποδήσουμε τα τελευταία 6 χρόνια, η απάντηση είναι μπροστά μας: πώς να μπορέσει να ξαναπάρει ο Έλληνας πολίτης την τύχη του στα χέρια του, όταν έχει «εκπαιδευτεί» από τους κομματικούς διαξιφισμούς να αντιμετωπίζει τον διπλανό του ανταγωνιστικά, ή ακόμη και εχθρικά;

Ο συγκρίσεις με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. που κατάφεραν να βγουν από τα μνημόνια είναι ντροπιαστικές για όλους μας. Τι κατόρθωσαν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος; Απλά, αυτό που δεν ήμασταν σε θέση να κάνουμε πράξη εμείς: να συνεργαστούμε και συνεννοηθούμε σε συναινετικές λύσεις, παραμερίζοντας τα κομματικά συμφέροντα. Να επιδείξουμε στοιχειώδη εθνική υπευθυνότητα. Και αυτό, δυστυχώς, δεν μπορεί να επιτευχθεί ως μεμονωμένη πρωτοβουλία.

Το επιχείρησε από την πρώτη στιγμή το ΠΑΣΟΚ, και αντί για ευήκοα ώτα βρήκε απέναντί του κλειστές πόρτες. Αντί για συναίνεση και συνεννόηση, όπως ζητούμε ανελιπώς από το 2010, αντιμετωπίσαμε είτε λυσσαλέα αντιπολίτευση είτε στείρα άρνηση, μπροστά σε μία τεράστια πρόκληση που αν μη τι άλλο επέβαλε ενότητα και εθνική ομοψυχία.

Το γεγονός ότι ο διχασμός γεννήθηκε από τις πολιτικές δυνάμεις δεν σημαίνει ότι το τέλος του θα έρθει απαραίτητα από αυτές. Ο πολιτικός κόσμος της χώρας όμως οφείλει να είναι η αφετηρία του. Δεν είναι μόνο εθνική υποχρέωση, είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ουδέποτε δείλιασε μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις, και η νέα εθνική συμφιλίωση είναι το μεγάλο στοίχημα που μπορούμε και πρέπει να κερδίσουμε. Το χρωστάμε όχι μόνο στην ιστορική μας πορεία, στη σοσιαλδημοκρατία και στις αρχές και αξίες που πρεσβεύει, αλλά σε κάθε προοδευτικό πολίτη που μας εμπιστεύτηκε διαχρονικά και περιμένει από εμάς να αρθούμε για άλλη μια φορά στο ύψος των περιστάσεων.

Μοναδικός τρόπος για να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων ειναι να ενισχυθεί η Δημοκρατική Συμπαράταξη, η αυθεντική κεντροαριστερά. Η παράταξη που έκανε τις σημαντικότερες τομές στη νεότερη ελληνική ιστορία, που έφερε το κοινωνικό κράτος, που έβαλε τον πολίτη στο επίκεντρο και τα αιτήματά του στο προσκήνιο. Η μόνη παράταξη που μπορεί να δώσει ξανά λύσεις στα προβλήματα του ελληνικού λαού, ο οποίος κουράστηκε να παρακολουθεί μια ανίκανη κυβέρνηση να βουλιάζει τη χώρα σε περαιτέρω ύφεση, φοροεπιδρομή, περικοπές συντάξεων και εισοδημάτων και ανεργία, και μια ανεύθυνη αντιπολίτευση που μοναδική πρόταση που εκφράζει είναι μια εκ νέου εκλογική αναμέτρηση.

Η μοναδική παράταξη, εν τέλει, που μπορεί να εμπνεύσει ξανά την ενότητα, τη σύμπνοια και τη συνεργασία, να φέρει τέλος στον εθνικό διχασμό και να ανοίξει τον δρόμο προς την ανάκαμψη, είναι η Δημοκρατική Συμπαράταξη. Και ο μόνος τρόπος να βγούμε από την κρίση και τα μνημόνια είναι να επιβάλλουμε τη συναίνεση ανάμεσα σε όλες τις δημοκρατικές, φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του τόπου.

Το στοίχημα είναι η σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία

άρθρο μου στο reporter.gr


Στα χρόνια της κρίσης, το μεγαλύτερο στοίχημα για τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου δεν είναι η μόνο η οικονομία, η διαπραγμάτευση και εφαρμογή των μνημονίων, ούτε απλώς η θεσμοθέτηση μεταρρυθμίσεων, αλλά κυρίως –και ως τελικός στόχος όλων των παραπάνω- η ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης της κοινωνίας, όχι σε κάθε μεμονωμένο κόμμα, αλλά στο πολιτικό σύστημα εν γένει.
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι μόνο ελληνικό. Η δυσπιστία και η απογοήτευση που ιστορικά ακολουθεί μια οικονομική κρίση, ωθεί διεθνώς το εκάστοτε εκλογικό σώμα στη λεγόμενη πλέον  «αντισυστημική» ψήφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ακραίες δυνάμεις που κινούνται στις παρυφές της δημοκρατίας και κερδίζουν διαρκώς δύναμη σε χώρες της Ε.Ε., ο ευρωσκεπτικισμός, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το Brexit και, βεβαίως, πιο πρόσφατα, η εκλογή του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Είτε όμως πρόκειται για ακραίες δεξιές φωνές, είτε για τη δήθεν αριστερή ρητορική που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, κοινός παρονομαστής παραμένει η ανάγκη του κάθε πολίτη να αναζητήσει ένα διαφορετικό μήνυμα, κάτι «νέο»,  μία πραγματική αλλαγή και να εναποθέσει τις ελπίδες του σε αυτό. Στο μεν εξωτερικό μένει να δούμε πώς θα εξελιχθούν αυτές οι επιλογές. Στην Ελλάδα, από την άλλη, το βιώνουμε καθημερινά τα τελευταία δύο χρόνια.
Το εύπεπτο αφήγημα που πούλησε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά (και το οποίο επιμένει, ενάντια σε κάθε λογική, να ντύνει τις αλλεπάλληλες αποτυχίες της κυβέρνησης,) αποδείχθηκε μεγαλοπρεπώς ότι δεν ήταν άλλο από ένα κακογραμμένο παραμύθι, που μοναδικό στόχο είχε την παραπλάνηση του Έλληνα πολίτη, προκειμένου να γαντζωθεί στην καρέκλα της εξουσίας.
Την εμπιστοσύνη που, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έχει απωλέσει οριστικά η κυβέρνηση, διεκδικεί ξανά η Νέα Δημοκρατία, προτάσσοντας με τη σειρά της το δικό της ωραιοποιημένο αφήγημα. Το δήθεν «άνοιγμα» της ΝΔ στον μεσαίο χώρο και η επιφανειακή αποστασιοποίησή της από τις βαθιά συντηρητικές φωνές που διατηρεί στους κύκλους της δεν είναι άλλο από την ίδια όψη του ιδίου νομίσματος: η άντληση δύναμης από τον χώρο του κέντρου, που παραδοσιακά ανήκε ιδεολογικά και ουσιαστικά στο ΠΑΣΟΚ.
Στη Δημοκρατική Συμπαράταξη γνωρίζουμε ότι το μεγάλο αυτό στοίχημα δεν κερδίζεται εύκολα. Πρωτίστως, όμως, έχουμε απόλυτη συναίσθηση ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι μια ανώνυμη μάζα στο έλεος μιας διελκυστίνδας που οδηγεί σε νέα αδιέξοδα. Παρά τις προσπάθειες του διπόλου ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, οι επιλογές του Έλληνα πολίτη δεν περιορίζονται στο τεχνητό δίλημμα ανάμεσα στον άκρατο, ανέξοδο λαϊκισμό και στον επιμελώς μεταμφιεσμένο συντηρητισμό.
Αυτό που ζητά σήμερα απεγνωσμένα ο Έλληνας πολίτης είναι ξεκάθαρες λύσεις, ειλικρινείς απαντήσεις. Απαντήσεις στον νέο άνεργο, στον νέο υποαπασχολούμενο, στον εργαζόμενο που δουλεύει για μισθούς πείνας. Στον οικογενειάρχη που έχει φτάσει στα όριά του με την φοροεπιδρομή και τα κόκκινα δάνεια. Στον συνταξιούχο που βλέπει τους κόπους μιας ζωής να εξανεμίζονται, αλλά και στον νέο εργαζόμενο που δεν βλέπει μέλλον, με τις τεράστιες αλλαγές στο ασφαλιστικό και τις δυσβάσταχτες εισφορές. Σε κάθε πολίτη που βλέπει την απειλή ενός νέου, τέταρτου, ακόμη σκληρότερου μνημονίου να του χτυπά την πόρτα.
Η απάντηση στα προβλήματα του Έλληνα πολίτη πρέπει να είναι μία, και οφείλει να έρθει από εμάς, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη. Την πραγματική κεντροαριστερά, τον εκφραστή της ευρωπαικής σοσιαλδημοκρατίας, που βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο έμπρακτα, με συγκεκριμένες προτάσεις για μία νέα Εθνική Αναπτυξιακή και Κοινωνική Συμφωνία για Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, θα επιταχύνουν την ανάπτυξη και τις νέες επενδύσεις, θα φέρουν θέσεις εργασίας, αλλά και θα εγγυηθούν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων.

Βασισμένη σε μια νέα σχέση κράτους – κοινωνίας- αγοράς. Σχέση συνεργατική και όχι σχέση αντιπαλότητας.
Με βασική προτεραιότητα μας το κοινωνικό κράτος, με αιχμή την υγεία και την παιδεία. Μία απάντηση που δεν περιορίζεται σε ευχολόγια ούτε σε διαρκείς αναφορές στα πεπραγμένα μας, αλλά αποτυπώνονται σε συγκεκριμένο σχέδιο, ρεαλιστικό και πραγματοποιήσιμο.
Για  να ανατραπεί η υφιστάμενη κατάσταση, για να δυναμώσει η φωνή της δύναμης που έχει το σθένος και την αξιοπρέπεια να κοιτάζει τον Έλληνα κατάματα και να του λέει την αλήθεια, χρειάζεται αλλαγή συσχετισμών δυνάμεων. Μια παράταξη που ανέκαθεν διατηρεί σχέση αμφίδρομη με την κοινωνία. Σχέση εμπιστοσύνης, σχέση που ενισχύει τη φωνή κάθε δημοκρατικού πολίτη, για να δυναμώσει μαζί του και η δική μας φωνή.
Για να ξαναβρούμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση, μέσα από τη νέα αυτογνωσία που αποκτήσαμε μέσα από την κρίση.  Μέσα από την εθνική συναίνεση και συνεννόηση που εμείς μπορούμε να επιβάλουμε με την δύναμη του ελληνικού λαού, χωρίς τις οποίες θα συνεχίσουμε να ταλαντευόμαστε μεταξύ μνημονίων και ομφαλοσκόπησης.