Η επί της αρχής τοποθέτηση μου στη συζήτηση του ΣΝ του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

« Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, Κύριε Υπουργέ,

Το σχέδιο νόμου που συζητάμε σήμερα επί της αρχής κι έχει τον τίτλο «Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ…», έρχεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την ελληνική οικονομία, όπου τα εισοδήματα πιέζονται ασφυκτικά, οι τζίροι μέσα στο 2020 μειώθηκαν κατά 50 δισεκατομμύρια σύμφωνα με την έκθεση της ΕΤΕ, η ανεργία αγγίζει το 20%, η αναστολή της εργασίας κι εκ περιτροπής εργασία πιέζει ακόμη περισσότερο τους Έλληνες πολίτες, και βεβαίως έρχεται κατευθείαν μετά από τον νέο Πτωχευτικό κώδικα, ένα νόμο έκτρωμα που πιέζει για μια δήθεν διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, και πλέον με αυτό το σχέδιο νόμου προσπαθείτε να επισπεύσετε την εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, αίροντας όμως σε μεγάλο βαθμό την ουσία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών.

Άλλωστε ο ίδιος ο κος Σεβαστίδης, στην ακρόαση φορέων για τον Πτωχευτικό Κώδικα, είχε πει πως είναι ανέφικτο και ανεφάρμοστο να τρέξουν παράλληλα ο νέος Πτωχευτικός Νόμος και να ολοκληρωθούν μέσα σε 6 μήνες οι εκκρεμείς υποθέσεις του ν.Κατσέλη. Φαντάζομαι είστε ενήμερος.

Είναι ειρωνικό, κε Υπουργέ, για να μην πω προκλητικό ο τίτλος του νομοσχεδίου να αναφέρει ότι η επιτάχυνση της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του Ν.3869/10 γίνεται προκειμένου να συμβαδίζει με τις επιταγές της ΕΣΔΑ για μία δίκαιη δίκη, ενώ στην πραγματικότητα να βαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Το σχέδιο νόμου που φέρνετε όχι μόνο δεν προσφέρει ουσιαστική πρόοδο στην αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά και επιδεινώνει τις προϋποθέσεις για τη διασφάλιση μίας δίκαιης δίκης για τα διάδικα μέρη, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Για να λύσουμε το φαινόμενο της καθυστέρησης στην εκδίκαση των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, όπως αυτό σήμερα έχει διαπιστωθεί σε περίπου 30 ειρηνοδικεία της χώρας, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποια είναι η αιτία του προβλήματος. Και η αλήθεια είναι κε Υπουργέ, ότι αν το είχατε ψάξει ουσιαστικά θα καταλαβαίνατε ότι η αιτία του προβλήματος δεν έχει να κάνει με τη διαδικασία συζήτησης των υποθέσεων, ούτε βέβαια θα είχε  αντιμετωπιστεί αν ίσχυε εξαρχής η προτεινόμενη με το σχέδιο νόμου νέα διαδικασία. 

Η αιτία εντοπίζεται σε άλλους παράγοντες, και κατ’ εξοχήν στην ανεπάρκεια υποδομών και ανθρώπινων πόρων, όπως επισημαίνεται, άλλωστε, και στην αιτιολογική έκθεση του προτεινόμενου νομοθετήματος. Εκεί είναι το ζητούμενο. Και το ερώτημα που τίθεται είναι τι πρόκειται να κάνετε για αυτό συγκεκριμένα.

Φοβάμαι πολύ όμως, ότι οι  ίδιοι αρνητικοί παράγοντες θα  συνεχίσουν να υφίστανται, αφού το σχέδιο νόμου ουδόλως εισφέρει μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

Αντίθετα, οδηγεί σε επιπλέον  επιβάρυνση των υπηρεσιών των συγκεκριμένων ειρηνοδικείων και φυσικά των υπηρετούντων σ’ αυτά ειρηνοδικών.  Έχετε αναρωτηθεί πώς οι ειρηνοδίκες, θα ανταποκριθούν και θα διεκπεραιώσουν  ένα τεράστιο όγκο υποθέσεων (37.000 περίπου) στον ελάχιστο χρόνο των 6 μηνών εντός του έτους 2021, όπως αυτό προβλέπει, μαζί μάλιστα με τις άλλες υποθέσεις που ήδη έχουν προσδιοριστεί για το ίδιο διάστημα; Θεωρείτε ότι είναι εφικτό;

Για τις δε προσλήψεις ειρηνοδικών που αναφέρετε, κε Υπουργέ μόλις τον τελευταίο χρόνο έχουν κενωθεί 39 θέσεις ειρηνοδικών επιπλέον των κενών που δημιουργήθηκαν τις προηγούμενες χρονιές. Άρα η κάλυψη που αναφέρετε εντός του σν πρέπει να έχει να κάνει με νέες οργανικές θέσεις. Και βεβαίως θεωρούμε αυτονόητο ότι πρέπει να καλύψετε τις θέσεις που κενώθηκαν και να δημιουργήσετε νέες. Αλλιώς κάνετε μια τρύπα στο νερό.

Η δίκαιη δίκη, κε Υπουργέ,  προϋποθέτει την παροχή στο δικαστήριο του αναγκαίου χρόνου αξιολόγησης και διάσκεψης, καθώς μόνο τότε διασφαλίζεται η ακρόαση των μερών, η ουσιαστική διερεύνηση των αιτήσεων των οφειλετών ή των ενστάσεων των πιστωτών  και η ορθή και δίκαιη κρίση επ’ αυτών.

Το σχέδιο νόμου ανατρέπει όμως τους ουσιαστικούς όρους απονομής δικαιοσύνης, αξιώνοντας την κρίση δικαστικών λειτουργών σε συνθήκες που αυτή δεν μπορεί να είναι δίκαιη.

Είμαστε οι πρώτοι που έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για να επιτευχθεί η ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης. Αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελληνική πολιτεία και βεβαίως πρέπει να λυθεί άμεσα.

Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επιδιώκεται σε βάρος της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.

Αντιμετωπίστε τις καθυστερήσεις χωρίς να διακινδυνεύεται η Δίκαιη Δίκη. Γι αυτό άλλωστε μιλάει για  «εύλογο χρόνο» το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Περαιτέρω, το σχέδιο νόμου προβλέπει τον επαναπροσδιορισμό των υποθέσεων από τους ίδιους τους οφειλέτες, μέσα σε ασφυκτικές προθεσμίες, καθώς διαφορετικά η αίτηση θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να χάνει την προστασία που έχει αιτηθεί, και ιδίως της κύριας κατοικίας, για την οποία το υφιστάμενο πλέον δίκαιο δεν παρέχει καμία δυνατότητα.

Η εν λόγω διάταξη φέρει στοιχεία αντισυνταγματικότητας,  καθώς οδηγεί στην απόρριψη δικαστικής αίτησης του οφειλέτη, δίχως αυτή να εκδικαστεί.

·  Είναι σαφές ότι από τη στιγμή που το πρόβλημα εδράζεται  στην αδυναμία της Πολιτείας να ανταποκριθεί στη δική της υποχρέωση να εξασφαλίσει  την εκδίκαση των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο, δεν μπορεί να μετατίθεται  το βάρος και κόστος επαναπροσδιορισμού στον οφειλέτη.

·  Ουσιαστικά λοιπόν με αυτό το σχέδιο νόμου μπαίνει ακόμα ένα τεχνητό εμπόδιο στους αιτούντες χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τα δικαιώματα των οφειλετών που παρείχε μέχρι σήμερα η διαδικασία ούτε τις ιδιαίτερες συνθήκες που πρέπει να εξεταστούν από τον δικαστή που δικάζει τέτοιες υποθέσεις.

·  Μοναδικό στόχο έχει και μόνο την περάτωση των δικών εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, προφανώς γιατί θεωρείται ότι το ζήτημα θα λυθεί με το να απορρίπτονται συλλήβδην αυτές οι υποθέσεις, ή να μπαίνουν στο αρχείο. Είναι και αυτό μια άποψη, κε Υπουργέ….

· Αιφνιδιάζει τους οφειλέτες και τους δικηγόρους τους, οι οποίοι επιφορτίζονται με μια επιπλέον εργασία που πρέπει να διεκπεραιώσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα.

·   Κι όπως προείπα, κάνει το εξής ανεκδιήγητο. Μεταθέτει την ευθύνη για την υποβολή και τον κίνδυνο στους αιτούντες, οι οποίοι εάν δεν υποβάλλουν την αίτηση για επαναπροσδιορισμό η αρχική τους αίτηση θεωρείται ως μη ασκηθείσα.

Ενώ λοιπόν οι δανειολήπτες όταν άρχισαν την διαδικασία υπαγωγής στον 3869/2010 γνώριζαν ότι υπήρχαν συγκεκριμένες διαδικαστικές υποχρεώσεις, τις οποίες τήρησαν και πλέον περίμεναν το τελικό δικαστήριο, σήμερα για άλλη μια φορά αιφνιδιάζονται και ενημερώνονται ότι έχουν ακόμα μια υποχρέωση, η οποία μάλιστα τους στερεί το δικαίωμα τους να κριθούν από τον φυσικό τους δικαστή, αν αυτή δεν υποβληθεί ή κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα.

Όλα θα γίνονται με την κατάθεση μόνο εγγράφων και των σχετικών προτάσεων και προσθηκών, ενώ ο δικαστής θα βγάζει απόφαση βασιζόμενος μόνο σε οικονομικά στοιχεία και καθόλου στον ανθρώπινο παράγοντα και τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν ένα νοικοκυριό στην παύση πληρωμών.

Για να διαπιστωθεί όμως μέσα σε μια δεκαετία για παράδειγμα στη ζωή ενός ζευγαριού τι οδήγησε στη παύση πληρωμών δεν αρκεί η παράθεση μόνο οικονομικών στοιχείων, η ζωή δεν είναι μόνο αριθμοί, στατιστική, ούτε μπορεί να μπει σε ένα τόσο περιορισμένο πλαίσιο αξιολόγησης.

Εμείς  αναγνωρίζουμε την αξία που έχει η επίσπευση της εκδίκασης των εν λόγω υποθέσεων όχι μόνο για τους πιστωτές αλλά και, κατ’ εξοχήν,  για τους οφειλέτες που αιτούνται τη δικαστική προστασία και την παροχή μίας δεύτερης ευκαιρίας συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, χωρίς τα ανυπέρβλητα βάρη του παρελθόντος.

Επισημαίνουμε την ανάγκη απόσυρσης των  διατάξεων που παραβιάζουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος   και το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη κατά άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. 

Και θα σας καταθέσουμε στην επί των άρθρων συζήτηση, ως δύναμη υπεύθυνης και εποικοδομητικής αντιπολίτευσης, ρεαλιστικές και ουσιαστικές προτάσεις κι όχι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, που όχι απλώς δεν λύνουν αλλά διογκώνουν το πρόβλημα και τα οποία φοβούμαι ότι όπως ακριβώς και το Πτωχευτικό εξυπηρετούν απόλυτα μόνο τις τράπεζες και τους πιστωτές κι όχι το κοινωνικό σύνολο. Για να μην πούμε πως είναι κι αυτό καθ΄υπαγόρευσιν τους, όπως άλλωστε και ο Πτωχευτικός Κώδικας.

Και περνάμε τώρα σε ένα ακόμη φλέγον ζήτημα που θίγει το νέο σχέδιο νόμου, που έχει να κάνει με την ΑΕΠΠ, το ανεξάρτητο όργανο, το οποίο κρίνει την ενωσιακής προέλευσης προσφυγή των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν σε διαδικασίες ανάθεσης δημόσιας σύμβασης πριν τη σύναψη της σύμβασης. Η προσφυγή θεσπίστηκε μετά από καταδίκη της Ελλάδας. Τα Μέλη της ΑΕΠΠ μετουσιώνουν την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία της, η οποία πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή έναντι όλων και όχι μόνο έναντι των ελεγχόμενων. Η ΑΕΠΠ πρέπει να  προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις αλλά και εσωτερικές πιέσεις, ώστε να είναι αμερόληπτη, να τηρεί ίσες αποστάσεις από τους διαδίκους και από τα αντιμαχόμενα συμφέροντά τους, αλλά και από τους αντιδίκους, οι οποίοι μπορεί να είναι οικονομικοί φορείς, αλλά και οι αναθέτουσες αρχές. Να σας θυμίσουμε πως το 2019, η ΑΕΠΠ έκρινε διαφορές προσυμβατικού σταδίου, ύψους περίπου 7δις €, ήτοι το 3,62% του ΑΕΠ.

Οι προτεινόμενες διατάξεις που φέρνετε είναι σκανδαλώδεις κε Υπουργέ, και παραβιάζουν κατάφωρα το Σύνταγμα και το Ενωσιακό Δίκαιο διότι:

1. Καθιστούν την ΑΕΠΠ προσωποκεντρικό από συλλογικό όργανο, δηλαδή όργανο με αυξημένη λογοδοσία μεταξύ Προέδρου και της Ολομέλειας.

2. Προτείνεται ο επιλεκτικός διορισμός Μελών διενεργούμενος όχι από το ΑΣΕΠ, αλλά από Τριμελή Επιτροπή, με εισηγητή τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ για την πρόσληψη και την ανανέωση θητείας των Μελών της. Ενισχύετε το Μονοπρόσωπο όργανο (Προέδρου) με απευθείας αναθέσεις έως τον διορισμό Γενικού Διευθυντή, οι προκηρύξεις πρόσληψης, του οποίου έχουν καταστεί μέχρι τώρα άγονες.

Κάτι που είναι κατάφωρα αντισυνταγματικό.

Εδώ επίσης με βάσει την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ 3503/2009, που σας καταθέτω στα πρακτικά, δεν επιτρέπεται οι δικαστές που συμμετέχουν σε τέτοιες ανεξάρτητες αρχές να έχουν διοικητικά καθήκοντα, αλλά μόνο δικαιοδοτικά. Το παραβιάζετε κατάφωρα.

3. Προτείνεται επιλεκτική συγκρότηση κλιμακίων χωρίς ορισμένη χρονική διάρκεια, με ελεύθερη κατανομή των προσφυγών σε αυτά από τον Πρόεδρο της ΑΕΠΠ.

Υπάρχει νομολογία την οποία γράφετε στα παλαιότερα των υποδημάτων σας κε Υπουργέ και συγκεκριμένα αναφέρομαι στην απόφαση 599/2019 του Γ΄Τμήματος ΣτΕ – την οποία καταθέτω στα πρακτικά- με βάση την οποία ο Πρόεδρος δεν μπορεί να κάνει δεκτές αιτήσεις εξαιρέσεως, για οποιοδήποτε λόγο που κρίνει ο ίδιος, αλλά μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις.

4. Προτείνεται αναιτιολόγητα, ατεκμηρίωτα και χωρίς πρόθεση δημοσιονομικής εξυγίανσης, η κατάργηση των θέσεων πέντε Νομικών Συμβούλων της Νομικής Υπηρεσίας της ΑΕΠΠ, ΔΕΚΑΕΤΟΥΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ. Δεν περιέχει καμία πρόβλεψη για την τύχη των Νομικών Συμβούλων πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης εν μέσω πανδημίας, σε χρόνο μάλιστα που ο Πρωθυπουργός εξαγγέλλει νέα μέτρα για τον covid  και το εργασιακό περιβάλλον είναι ασταθές για την αναζήτηση νέας εργασίας.

Εδώ σας θέτω υπόψιν σας κε Υπουργέ την απόφαση, 70/2000 του ΜονΠρωτΑθ για τους Δικηγόρους στο Κτηματολόγιο – την οποία και σας καταθέτω στα πρακτικά-, βάσει της οποίας επιστρέφουν τελικά όλοι πίσω στην υπηρεσία τους και μάλιστα αναδρομικά. Δεν το λάβατε υπόψιν σας πριν πάρετε αυτή την απαράδεκτη απόφαση; Γιατί το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και σε αυτή την περίπτωση.

Επιπλέον, με αυτή την κίνηση, προκαλείται δημοσιονομική επιβάρυνση αντί για ελάφρυνση, αφού σύμφωνα με την Έκθεση ΓΛΚ,  η ετήσια δαπάνη των Νομικών Συμβούλων ανέρχεται σε 150.000 ευρώ, ενώ του Γραφείου Νομικού Συμβούλου σε 303.000 ευρώ, αλλά με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται συνθήκες προσφυγής σε απευθείας αναθέσεις λόγω της άμεσης κατάργησης των θέσεων και την άμεση ανάθεση των υποθέσεων σε δικηγορικά γραφεία.

Τέλος, δημιουργείται μείζον πρόβλημα ως προς την ανεξαρτησία της ΑΕΠΠ από άποψη ενωσιακού δικαίου, εν όψει του ότι ο Νομικός Σύμβουλος του ΝΣΚ, όταν εκπροσωπεί την ΑΕΠΠ, θα αντιδικεί με το δικαστικό πληρεξούσιο ΝΣΚ του αναθέτοντος φορέα (Υπουργεία, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κα) με ιεραρχικό προβάδισμα του πρώτου έναντι του δεύτερου. Δηλαδή, με απλά λόγια εάν η αναθέτουσα αρχή, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο, κάνει προσφυγή στην ΑΕΠΠ  τότε θα υπάρχει κατεξοχήν σύγκρουση συμφερόντων αφού και οι δύο θα εκπροσωπούνται από τον Νομικό σύμβουλο του κράτους, που είναι υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών και δεν έχουν τα εχέγγυα της λειτουργικής ανεξαρτησίας των υπηρετούντων στην ΑΕΠΠ έμμισθων δικηγόρων. Έχετε καταλάβει κε Υπουργέ, τι πάτε να κάνετε;

5. Εισάγεται ισόχρονη ανανέωση της πενταετούς θητείας για επιπλέον 5 έτη: Δηλαδή η ΑΕΠΠ μπορεί να έχει Πρόεδρο και Μέλη για 10 χρόνια (!). Τι συνθήκες διαφάνειας μπορεί να υπάρχουν έτσι;

Όσον αφορά στις διατάξεις του νομοσχεδίου που ρυθμίζουν σχετικά με την εισαγγελία διαφθοράς και την εξ αρχής δημιουργία της, δεν ήταν λίγες οι ενστάσεις -και σε θεωρητικό νομικό επίπεδο- για τη δημιουργία μιας παντοδύναμης εισαγγελικής αρχής που μάλιστα δεν εντασσόταν στην ιεραρχία της εισαγγελικής αρχής, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Νόμο.

Και δυστυχώς, τα τελευταία ιδίως χρόνια, είδαμε αυτές τις ενστάσεις να δικαιώνονται, μέσα από την προβληματική λειτουργία της εισαγγελίας διαφθοράς. Υπάρχουν ορισμένες πολύ σοβαρές περιπτώσεις που ερευνώνται ήδη από τη Δικαιοσύνη για κατάχρηση εξουσίας, στο χειρισμό εκκρεμών υποθέσεων, όπως η πολύκροτη υπόθεση Novartis. Η εισαγγελία εργαλειοποιήθηκε, έχασε την ανεξαρτησία της έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και εν τέλει αποτέλεσε κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας ενεργειών που σήμερα βρίσκονται στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης.

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά το ζήτημα πρέπει να επιστρέψουμε στην αρχική ρύθμιση του ν. 4022/2011, που προέβλεπε την κατά προτεραιότητα ανάκριση και εκδίκαση των πράξεων διαφθοράς των πολιτικών και των δημόσιων αξιωματούχων και που είχε περάσει ΟΜΟΦΩΝΑ από την Βουλή. Αυτή ήταν φυσικά και η αρχική πρόθεση της τότε Κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που εισηγήθηκε τον ν. 4022/2011: η επιστροφή της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη και η ενίσχυση του συνόλου της θεσμικής μας λειτουργίας, με το να ξεκαθαρίζουν γρήγορα στην ποινική διαδικασία τα πολιτικά πρόσωπα.

Καλώς καταργείτε την εισαγγελία διαφθοράς, δια της συγχώνευσης με την εισαγγελία οικονομικού εγκλήματος όμως συνεχίζετε να κάνετε το ίδιο λάθος: να βάζετε ξανά καπέλο στον νόμο 4022/11 που προβλέπει τον φυσικό δικαστή σε αυτές τις περιπτώσεις. Βάζετε δηλαδή ξανά  καπέλο στον φυσικό δικαστή.

Είναι λοιπόν σαφής η πρόταση μας, να καταργηθούν οι διατάξεις του Ν. Ρουπακιώτη και να υπάρξει επαναφορά του 4022 στην αρχική του μορφή. Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις, πρέπει να υπάρξουν μεταβατικές διατάξεις προκειμένου να ολοκληρωθούν οι υποθέσεις που υπάρχουν ήδη και πλέον οι νέες να πηγαίνουν με τη νέα διαδικασία.

Τέλος όσον αφορά στις ρυθμίσεις στον Κώδικα Δικηγόρων, θα τοποθετηθώ αναλυτικά στην επί των άρθρων τοποθέτησή μου

Σε κάθε περίπτωση αναμένουμε την αυριανή ακρόαση φορέων, και τους εκπρόσωπους του νομικού κόσμου, ώστε να εισακουστούν όλα τα παραπάνω ζητήματα.

Γι αυτό και επιφυλασσόμεθα επί της αρχής το παρόν Νομοσχέδιο.

Σας ευχαριστώ θερμά.».

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s