Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Κύριε Υπουργέ,
Συζητάμε σήμερα στην Ολομέλεια της Βουλής ένα ακόμα νομοσχέδιο μέσα στους τελευταίους μήνες για τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να λησμονούμε ή δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια σε γεγονότα, όπως παραδείγματος χάρη, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2022 για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Πρόκειται για τη 10η έκδοση μιας καθιερωμένης ετήσιας επισκόπησης, η οποία παρέχει συγκριτικά στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στα κράτη-μέλη.
Ο πίνακας αποτελεσμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της δικαιοσύνης που έχει ξεκινήσει ήδη από το 2013 χρησιμοποιείται, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί η επιτροπή τις μεταρρυθμίσεις που εισάγουν τα κράτη-μέλη στον τομέα της δικαιοσύνης.
Μάλιστα, αποτελεί ένα από τα στοιχεία της εργαλειοθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κράτος δικαίου και χρησιμοποιεί στοιχεία όπως είναι η αποδοτικότητα που έχει να κάνει με τη διάρκεια των διαδικασιών, με το ποσοστό διεκπεραίωσης των εκκρεμών υποθέσεων, με την ποιότητα της δικαιοσύνης, με δείκτες όπως είναι η προσβασιμότητα, η κατάρτιση, ο προϋπολογισμός, οι ανθρώπινοι πόροι, η ψηφιοποίηση και, βεβαίως, με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης με δείκτες, όπως είναι η αντίληψη του ευρέος κοινού και των επιχειρήσεων για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και με τις διασφαλίσεις για τους δικαστές και την ανεξάρτητη λειτουργία τους, όπως επίσης και την ανεξάρτητη λειτουργία των εισαγγελικών αρχών.
Το κείμενο, λοιπόν, της έκθεσης αυτής είναι κόλαφος, κύριε Υπουργέ. Είναι κόλαφος, κυριολεκτικά, για πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία μας αφορούν. Σύμφωνα με τους πίνακες, η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει έναν από τους υψηλότερους χρόνους διεκπεραίωσης υποθέσεων στις αστικές εμπορικές υποθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν παρείχε δεδομένα για το 2020. Συνεπώς, δεν είναι και εφικτή η σύγκριση με άλλα κράτη.
Απογοητευτικά -πλην ορισμένων εξαιρέσεων- είναι τα αποτελέσματα της έρευνας σε σχέση με ορισμένες παραμέτρους, όπως έχουν να κάνουν και με την ηλεκτρονική δικαιοσύνη.
Θα μου πείτε, έπρεπε να έρθει και να μας το πει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να τα παραδεχτούμε και εμείς και να δούμε ότι υπάρχουν προβλήματα χρόνια; Πρέπει να είμαστε δίκαιοι, είναι χρόνια προβλήματα, διαχρονικά. Όχι, δεν περιμέναμε να έρθει η έκθεση της επιτροπής, τα γνωρίζουμε και τα γνωρίζουμε από την καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών.
Όμως, εμείς αυτό που λέμε είναι ότι η κάθε νομοθετική πρωτοβουλία από την πλευρά σας και γενικά το νομοθετικό έργο πρέπει ουσιαστικά να αποσκοπεί στην ουσιαστική εξάλειψη αυτών των παθογενειών, με κύρια εξάλειψη το χρόνο απονομής της δικαιοσύνης που, πλέον μπορούμε να το πούμε ξεκάθαρα, ότι οδηγεί πολλές φορές στην ίδια την έννοια της αρνησιδικίας από συγκεκριμένα δικαστήρια.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή, όταν για να τελεσιδικήσει μία υπόθεση στα πολιτικά δικαστήρια σε πρώτο βαθμό χρειάζεται να περάσουν χρόνια -έχουμε το δεύτερο υψηλότερο βαθμό-σκορ στην Ευρωπαϊκή Ένωση- όταν είμαστε πέμπτοι, όσον αφορά τον χρόνο τελεσιδικίας στα διοικητικά δικαστήρια, όταν σέρνονται υποθέσεις για οκτώ με δέκα χρόνια στα ελληνικά δικαστήρια, όταν για να προσδιοριστούν στα διοικητικά δικαστήρια οι υποθέσεις -για να προσδιοριστούν!- πρέπει να παρέλθουν δύο με τρία χρόνια, τότε καταλαβαίνετε ότι πλέον η κατάσταση, ναι, έχει φτάσει στο απροχώρητο.
Ας μην πούμε ότι είμαστε οι τελευταίοι στην εισαγωγή πληροφοριακών συστημάτων και μηχανογράφησης και ακόμα και στις περιπτώσεις όπου έχουν εισαχθεί πληροφοριακά συστήματα σε δικαστήρια, εντοπίζονται ξεκάθαρα προβλήματα υπολειτουργίας τους, εξαιτίας της έλλειψης υποστηρικτικού προσωπικού με επαρκείς δεξιότητες.
Άρα, λοιπόν, γι’ αυτά τα χρόνια και διαχρονικά προβλήματα, αντικειμενικά, κύριε Υπουργέ, η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής και έχοντας τριάντα έξι μήνες διακυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία, δεν έχετε ανταποκριθεί. Δεν έχετε ανταποκριθεί σε λύσεις τελέσφορες, σε λύσεις αποτελεσματικές οι οποίες θα δίνουν ουσιαστικά αποτελέσματα και θα δίνουν απαντήσεις στους Έλληνες πολίτες.
Ακόμη και τα δειλά βήματα εκσυγχρονισμού και ψηφιοποίησης της δικαιοσύνης έγιναν μόνο ύστερα από την πολύ μεγάλη πίεση της πανδημίας και έγιναν αποσπασματικά και καθυστερημένα. Το μόνο το οποίο ουσιαστικά έχετε κάνει είναι ότι επιδίδεστε σε μια διαρκή αναθεώρηση των θεσμικών νομοθετημάτων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα υπό το κράτος της εκάστοτε εφήμερης επικαιρότητας, προκειμένου να μπορέσετε να κατευνάσετε και την πιο συντηρητική μερίδα της βάσης σας και να στρέψετε το ενδιαφέρον μακριά από άλλα ζητήματα της δημοσιότητας.
Πάμε, λοιπόν, πιο συγκεκριμένα στο σημερινό υπό συζήτηση σχέδιο νόμου. Επαναλαμβάνω ότι πρέπει όλοι μας να έχουμε κατά νου ότι τα σχέδια νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης πρέπει να έχουν ως βασική στόχευση και πυλώνα την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης που νοσεί, αλλά και την εμπέδωση του αισθήματος δικαίου γενικότερα στην κοινωνία, την ταχύτερη απονομή της και την καλύτερη εμπέδωση της αξιοπιστίας, της ουσιαστικής αξιοπιστίας, των δικαστικών λειτουργών που την υπηρετούν και που, βεβαίως, έχει άμεσο αντίκτυπο και στους Έλληνες πολίτες.
Γι’ αυτό τον λόγο οποιαδήποτε νομοθέτηση πάνω στο συγκεκριμένο θέμα πρέπει πρώτα και πάνω όλα να είναι αποτέλεσμα υγιούς διαλόγου και συνεννόησης με τους αρμόδιους φορείς και προτάσεων, οι οποίες δεν θα θίγουν κεκτημένα, συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα στο βωμό απλά και μόνο μιας δήθεν επιφανειακής παρουσίασης τάχα μεταρρυθμίσεων, κάτι το οποίο παρατηρείται συχνά, δυστυχώς, στα νομοσχέδια σας.
Τώρα, το κείμενο του σχεδίου νόμου, θεωρούμε ότι εμπεριέχει μεν κάποιες θετικές, αλλά άτολμες διατάξεις -προς θετική, όμως, κατεύθυνση- περιέχει ωστόσο και κάποιες διατάξεις για τις οποίες είμαστε απόλυτα, κάθετα αρνητικοί –και θα παρουσιάσω τι λέω και τις διαφωνίες μας στην πορεία- και με αυτό τον τρόπο θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι θεωρώ πως χάνεται μια ευκαιρία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν πραγματικά να συμβάλουν στη βελτίωση ορισμένων παθογενειών που αντιμετωπίζουμε σήμερα.
Υπάρχουν πολύ σημαντικά θέματα που προσπαθείτε να ρυθμίσετε στο εν λόγω νομοθέτημα, τα οποία εντοπίσαμε ως Αντιπολίτευση, τα επικρίναμε και σας προτείναμε άλλες λύσεις. Και βεβαίως, το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό δεν το κάναμε απλά τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό προέκυψε από την ακρόαση των φορέων.
Ειδικότερα, σας τόνισα και σας τονίσαμε ότι σε κάθε νομοσχέδιο χρειάζεται να υπηρετούνται κάποιες απαράβατες μόνιμες αρχές για τη διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, για την ουσιαστική επιθεώρηση και δίκαιη αξιολόγηση των δικαστών, για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, για τη διαφάνεια και την αξιοκρατία στην εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών, για ουσιαστικές διορθώσεις στον τρόπο διοίκησης των δικαστηρίων και για τροποποιήσεις στον δικαστικό χάρτη, εφόσον όμως αυτές πραγματοποιηθούν με βάση τις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών μετά -και το τονίζουμε αυτό- από ουσιαστικό διάλογο και μετά από ουσιαστική συνεννόηση.
Και, βεβαίως, οι μεγαλύτερες αλλαγές και τομές που έχουν γίνει στο χώρο της ελληνικής δικαιοσύνης έχουν ξεκάθαρα τη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ που έχει αφήσει πολύ ισχυρό αποτύπωμα σε αυτές τις αλλαγές, όμως δεν μπορούμε να σας λέμε «μπράβο, προχωρήστε άτσαλα με πιστολιές στον αέρα», όπως σας είπα και στις Επιτροπές, κάνοντας απλά και μόνο επικοινωνιακά κάποιες δήθεν μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν τον πολύ σοβαρό κίνδυνο να δημιουργήσουν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά τα οποία καλούμαστε να επιλύσουμε.
Αναρωτιέμαι, κύριε Υπουργέ, μιλάμε για όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις και ότι μπαίνουμε σε μία νέα εποχή και, καλά-καλά, δεν έχουμε δικαστικούς υπαλλήλους στα δικαστήρια. Έχουμε μια τεράστια έλλειψη και γι’αυτόν, άλλωστε, τον λόγο έχει ήδη ο Σύλλογος Δικαστικών Υπαλλήλων Αθήνας προχωρήσει σε δίωρες διακοπές διαμαρτυρίας όλων των εργασιών, λέγοντας ότι δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση και, δίκαια και σωστά, διαμαρτύρονται για την ανάγκη προσλήψεων προκειμένου να καλυφθούν τα μεγάλα κενά στις οργανικές θέσεις γιατί είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουμε τον υψηλότερο αριθμό δικαστών ανά κάτοικο και έχουμε λιγότερους δικαστικούς υπαλλήλους από ό,τι δικαστές.
Μας μιλάτε, λοιπόν, για μεταρρυθμίσεις όταν καλά-καλά δεν πάτε να λύσετε τα βασικά, τα αυτονόητα, τα καθημερινά. Πώς, λοιπόν, άμα δεν γίνουν κάποια αυτονόητα πράγματα μπορούμε να μιλάμε για όλα τα υπόλοιπα;
Πάμε, λοιπόν, στο ζήτημα του άρθρου 2, σχετικά με τη δημιουργία ενός νέου Καλλικράτη στο χώρο της δικαιοσύνης, κάτι που ήταν μία πάγια και διαχρονική θέση του ΠΑΣΟΚ, όχι όμως, με τον τρόπο που το φέρνετε εσείς, με εγγυήσεις πάντα κατόπιν συνεννόησης και διαβούλευσης και κυρίως, έχοντας πάντα υπ’όψη τους αριθμούς, κύριε Υπουργέ, τα στατιστικά στοιχεία. Όχι απλά μια διάθεση επικοινωνιακής αντιμετώπισης ενός ζητήματος, αλλά με ουσιαστική διάθεση να λυθούν προβλήματα αφουγκραζόμενοι ναι, τις νέες συνθήκες της νέας εποχής στην οποία ζούμε. Και ναι, ζούμε σε μια νέα εποχή όπου υπάρχει η ψηφιοποίηση, υπάρχει η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων, υπάρχουν νέα οδικά δίκτυα. Είναι πραγματικότητα; Όμως, εδώ πέρα πρέπει οι αλλαγές στις οποίες προχωρούμε να γίνονται αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, το πώς εξυπηρετείται καλύτερα ο Έλληνας πολίτης που ζει στη μεθόριο, που ζει στα νησιά, όχι απλά και μόνο επειδή έρχεται και μας το λέει η Ποινικά Δικαστήρια και εμείς πρέπει να συμμορφωθούμε άρον-άρον και άτσαλα.
Άρα, λοιπόν, εμείς αυτό το οποίο σας λέμε είναι ότι ναι, για εμάς ήταν πάγια και παραμένει να είναι πάγια αρχή το να δούμε με έναν τρόπο ολοκληρωμένο και σοβαρό ένα νέο δικαστηριακό χάρτη στη χώρα μας, όμως, πάντα κατόπιν σοβαρής συνεννόησης. Εμείς λέμε ότι θα έπρεπε σε αυτή τη συνεννόηση και τη διαβούλευση την ευρύτατη με τους τοπικούς δικηγορικούς συλλόγους, με την Περιφέρεια λαμβάνοντας υπ’όψιν τα στοιχεία της νησιωτικότητας, λαμβάνοντας υπ’όψιν εθνικούς λόγους, εθνικά ζητήματα.
Είναι πάρα πολύ σοβαροί λόγοι, οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπ’όψη. Δεν μπορεί να πάμε μόνο με μία οικονομίστικη διάθεση αντιμετώπισης της δικαιοσύνης. Επιμένουμε σε αυτό, όχι με τον τρόπο τον οποίον κάνετε.
Και βεβαίως, περιμένουμε και σας καλούμε και σας το λέμε και πρέπει να γίνει από εδώ πέρα από το Βήμα της Ολομέλειας ο κ. Τσιάρας, ο αρμόδιος Υπουργός, να βγει και να δεσμευτεί δημόσια ότι δεν θα προχωρήσει μονομερώς σε αλλαγές στο δικαστηριακό χάρτη της χώρας, αν δεν προηγηθεί οπωσδήποτε ένας ευρύτατος διάλογος με τους φορείς, όπου θα μπορέσει να επέλθει μια συμφωνία στον τρόπο που θα πρέπει να χαραχθεί ο νέος δικαστηριακός χάρτης.
Τώρα, για το δεύτερο σκέλος του άρθρου 2 που έχει να κάνει με τη λειτουργία των δικαστηρίων τηλεματικής και που έχει δεχτεί τεράστια κριτική από το σύνολο του νομικού κόσμου και κυρίως, του κλάδου των δικηγόρων, εγώ θα σας υπενθυμίσω, κύριε Κώτσηρα γιατί είστε νομικός και εσείς, ό,τι μάθαμε στη Νομική Σχολή από το πρώτο έτος: Οι βασικές αρχές οι οποίες διέπουν τη διαδικασία στο ακροατήριο είναι σύμφωνα και με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η αρχή της δημοσιότητας με την οποία εξασφαλίζεται το αδιάβλητο της ποινικής διαδικασίας και ελέγχεται η δικανική κρίση των δικαστικών οργάνων.
Είναι η αρχή της προφορικότητας, είναι η αρχή της αμεσότητας. Οι ίδιοι οι δικαστές λένε ότι ειδικά στα Ποινικά Δικαστήρια είναι απολύτως απαραίτητο να μπορούν να έχουν μπροστά τους τον μάρτυρα, για να μπορεί να υπάρχει μια σοβαρή ακροαματική διαδικασία. Πώς ακριβώς θα υπάρξει η ακροαματική διαδικασία στα Ποινικά Δικαστήρια μέσω ζουμ αν ο δικαστής δεν μπορεί να έχει μπροστά του τον μάρτυρα ή αν ο μάρτυρας μπορεί να έχει άλλου είδους διευκολύνσεις όπως μπορεί να παρουσιάζει τα πράγματα με το δικηγόρο δίπλα ή δεν ξέρω τι;
Δεν το αντιλαμβάνεσθε ότι αυτό ειδικά σε συγκεκριμένα πλαίσια μπορεί να αποτελέσει προβληματικό παράγοντα; Βεβαίως και πρέπει να προχωρήσουμε σε μια ευρύτερη ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης εισαγωγής των ψηφιακών συστημάτων. Όμως, ποιο είναι το πλαίσιο; Το πλαίσιο, έτσι όπως το θέτετε, είναι παντελώς ασαφές. Χρειάζεται, λοιπόν, να γίνει πολύ πιο συγκεκριμένο και, εν τέλει επειδή σας αρέσει να μας λέτε ότι όλα αυτά είναι δήθεν μεταρρυθμίσεις κλπ., μπορείτε να μας παρουσιάσετε και να μας πει ποια είναι η διεθνής πρακτική; Μπορείτε, κύριε Κώτσηρα, να μας παρουσιάσετε να μας πείτε ποια είναι τα best practice και πώς ακριβώς λειτουργεί η τηλεματική στα Ποινικά Δικαστήρια στις άλλες χώρες; Να δούμε τι γίνεται και στις χώρες του εξωτερικού, για να δούμε πώς ακριβώς θα τα φέρουμε και στην Ελλάδα. Είναι, λοιπόν, πάρα πολύ σημαντικό και αυτό.
Τώρα, όσον αφορά την αξιολόγηση των δικαστών, το ζήτημα της επιθεώρησης, βεβαίως το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να οδηγηθούμε σε μία ουσιαστική πραγματική αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, γιατί δεν μπορεί να μας προκαλεί εντύπωση ότι υπάρχει μια δυσαρέσκεια σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει μια αίσθηση ότι τελικά τους δικαστές δεν τους ελέγχει κανείς και αυτό είναι κρίμα. Είναι άδικο για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των μελών του δικαστικού σώματος που διαθέτει η Ελλάδα, όπου συναντάμε πλήρως καταρτισμένους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που έχουν αυξημένο αίσθημα ευθύνης. Όμως, αυτή η αντίληψη αφ’ ενός πρέπει να αποκατασταθεί στην κοινωνία και να αφ’ ετέρου πρέπει να εξαλειφθεί στην πράξη προς όφελος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Μόλις πριν από δύο μήνες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με δεύτερο πακέτο αποφάσεων της Πειθαρχικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου απολύθηκαν εφτά δικαστές για υπηρεσιακή ανεπάρκεια, λόγω των πολύ μεγάλων καθυστερήσεων στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων και ήδη στην εκπνοή του περασμένου έτους είχαν αποπεμφθεί από το δικαστικό σώμα άλλοι έξι δικαστές για τον ίδιο λόγο. Να μην παραλείψουμε, όμως, να σκεφτούμε ότι αυτοί οι δικαστές και κάποιοι άλλοι δικάζουν ή παριστάνουν ότι δικάζουν ή δίκαζαν μέχρι να αποπεμφθούν με αποτέλεσμα χιλιάδες υποθέσεις, ουσιαστικά, να έχουν αποπεμφθεί στον Καιάδα της αρνησιδικίας με τραγικές συνέπειες τόσο για τους Έλληνες πολίτες όσο και για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Άρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε. Πρέπει και αυτό το ζήτημα να αντιμετωπιστεί με τη βαρύτητα που έχει, δηλαδή, ως ένας από τους αρκετούς λόγους για τη βελτίωση του τρόπου και του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Οφείλουμε, λοιπόν, και πρέπει να οδηγηθούμε χωρίς να εθελοτυφλούμε σε ένα ζήτημα και την καθιέρωση μιας πραγματικής και όχι προσχηματικής αξιολόγησης.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω εξ αρχής ότι το νομοσχέδιό σας σε πολλά σημεία, έτσι όπως έρχεται, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τον προηγούμενο Κώδικα Αξιολόγησης-Επιθεώρησης των Δικαστικών Λειτουργών που είχε δημιουργηθεί τη δεκαετία του ’80, είναι σημειακές οι αλλαγές που φέρνετε. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αποτελεί ουσιαστική αξιολόγηση το να εξαρτάται η εξέλιξη των δικαστών από το πόσες αναβολές δίνουν τη στιγμή που όλοι όσοι έχουμε μπει σε δικαστικές αίθουσες ξέρουμε ότι πολλές από τις αναβολές είναι αναπόφευκτες είτε λόγω ωραρίου είτε λόγω αποχής δικηγόρων.
Aναρωτιέμαι αν αποτελεί ουσιαστική αξιολόγηση το να υπολογίζετε πόσες αποφάσεις ακυρώνονται ή τροποποιούνται σε δεύτερο βαθμό, όταν αυτό αφορά την αύξηση ή μείωση κάποιου ποσού κατά 1.000 ευρώ –εγώ θα σας πω- χωρίς να θίγεται η βάση της απόφασης ή όταν αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε μια συστημική δικαιοσύνη που μετατρέπει τον δικαστή ουσιαστικά σ’ έναν υπάκουο δημόσιο υπάλληλο, όταν γνωρίζουμε ότι έχουν βγει πολύ γενναίες και τολμηρές αποφάσεις πρωτοδικών ανά την Ελλάδα, οι οποίες έχουν αλλάξει τον ρου της νομολογίας εις όφελος των Ελλήνων πολιτών.
Αναρωτιέμαι αν αποτελεί ουσιαστική αξιολόγηση το να βαθμολογείται αυθαίρετα η κάθε υπόθεση από το 1 ως το 5 από κάποιον που δεν έχει γνώση της δικογραφίας ή αν αποτελεί αξιολόγηση η «βουτιά» που επιχειρείτε να κάνετε στις τάξεις των εφετών όπου νομιμοποιείτε την ανάδειξη Αεροπαγιτών με μόλις επτά χρόνια εμπειρίας ως εφέτες.
Αυτά, λοιπόν, είναι παράδοξα τα οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι συμβάλλουν ουσιαστικά προς τη δημιουργία ενός ουσιαστικού, ολοκληρωμένου, πραγματικά διαφορετικού τρόπου αντιμετώπισης, αξιολόγησης και επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών.
Σας καλούμε, λοιπόν -γιατί είχατε την ευκαιρία και τη δυνατότητα με χειροπιαστά συμπεράσματα και από την ακρόαση των φορέων και από την κατάθεση των προτάσεων της Αντιπολίτευσης- έστω και αυτήν τη στιγμή να κάνετε τις απαραίτητες αλλαγές και διορθώσεις στα άρθρα τα οποία σας καλούμε να αλλάξετε.
Κλείνω λέγοντας και τονίζοντας ότι επί της αρχής είμαστε θετικοί στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αναγνωρίζοντας ότι είναι άτολμο, ότι πολλές προτάσεις και λύσεις θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα διατυπωμένες, άρα και πολύ πιο γενναίες, ότι οφείλατε και οφείλετε και στο μέλλον στην εξειδίκευση διατάξεων να έχετε πολύ πιο σοβαρή και ουσιαστική διαβούλευση με τους φορείς, όμως εμείς δεν έχουμε ούτε παρωπίδες ούτε ταμπού και ακόμα και ένα νομοσχέδιο το οποίο πρόκειται να επιλύσει έστω μερικώς, έστω και δειλά, έστω και μερικά από τα προβλήματα της δικαιοσύνης, είναι σημαντικό γιατί βάζει ένα λιθαράκι στο να κάνουμε και να έχουμε καλύτερη δικαιοσύνη για τους Έλληνες πολίτες και ιδιαίτερα για τους πιο ευάλωτους, γιατί αυτό εν τέλει είναι η δικαιοσύνη. Είναι το εργαλείο ειδικά των πιο ευάλωτων ανθρώπων για μια πιο δίκαιη και καλύτερη κοινωνία. Ό,τι κάνουμε και φέρνουμε εδώ πέρα πρέπει αποκλειστικά και απαράβατα αυτόν τον στόχο να υπηρετεί.
Σας ευχαριστώ θερμά.