Η “αίσθηση ρουτίνας” που δημιουργούσαν οι δημοσκοπήσεις επί δυόμισι χρόνια αποτελούν πια παρελθόν. Όπως παρελθόν αποτελεί και η συνήθης μέτρηση της αυξομοίωσης της μεγάλης διαφοράς μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ, που τροφοδοτούσε μονότονα την ίδια πολιτική συζήτηση. Μαζί μ΄ αυτά τέλος μπαίνει και στη δημοσκοπική καχεξία του Κινήματος Αλλαγής που κινούνταν μεταξύ 6% και 7% και στην ακινησία ουσιαστικά των πολιτικών συσχετισμών. Πάνω πια από ένα μήνα από τον δεύτερο γύρο των εκλογών στο Κίνημα Αλλαγής και την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, όλα φαίνεται να έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση. Οι τεκτονικές πλάκες του πολιτικού συστήματος φαίνεται να κινούνται και ως αποτέλεσμα να έρχεται η αναδιάταξη των πολιτικών συσχετισμών στο σύνολό τους με κύριο χαρακτηριστικό την μεγάλη ενίσχυση των δημοσκοπικών επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, Κινήματος Αλλαγής.
Το Κίνημα Αλλαγής δεν εμφανίζεται πια ως «ο φτωχός συγγενής» σε μεγάλη απόσταση από τα δύο κόμματα ενός καχεκτικού δικομματισμού που πολλοί ονόμαζαν “εναμισοκομματισμό”. Εμφανίζεται πια ως δύναμη καταλύτης των πολιτικών διεργασιών και αναδιατάξεων, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον δημοσκόπων και αναλυτών. Λες και μετά τις 13 Δεκεμβρίου να απελευθερώθηκε μια κρυμμένη «ωστική ενέργεια» που πιεζόταν για καιρό. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το Κίνημα Αλλαγής να ενισχύεται σημαντικά, υπερδιπλασιάζοντας τις δυνάμεις του και εισπράττοντας δυνάμεις, τόσο από την Ν.Δ όσο και από το ΣΥΡΙΖΑ.
Φαίνεται περίεργο, αλλά δεν είναι. Πολλοί ισχυριζόμασταν ότι με ένα μήνυμα ανανέωσης, νέας πορείας, σαφών μηνυμάτων, μπορούμε να ανατρέψουμε τις παγιωμένες καταστάσεις που προϊδέαζαν για δύσκολες στιγμές, ενόψει διπλών εκλογών. Φαίνεται αυτό να επιτυγχάνεται ή καλύτερα φαίνεται ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι μας δίνεται μια μεγάλη ευκαιρία. Η εξήγηση δεν απαιτεί ταλέντο πολιτικού αναλυτή. Η Κυβέρνηση, ιδιαίτερα μετά το Καλοκαίρι, έχει μπει σε ένα κύκλο φθοράς που οφείλεται στο πλήγμα που έχει δεχτεί η διαχειριστική δυνατότητά της τόσο για την αντιμετώπιση της πανδημίας ,όσο και της ενεργειακής και κατ΄ επέκταση οικονομικής κρίσης και των μεγάλων ανατιμήσεων. Το πρόσφατο φιάσκο με την παράλυση του Λεκανοπέδιου με την “ΕΛΠΙΔΑ” αυτό κατέδειξε. Ταυτόχρονα σημαντικές δυνάμεις που ψήφισαν Κ. Μητσοτάκη το 2019 για να απαλλαγούν από τον ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητούν τον «μεταρρυθμισμό» του Κ. Μητσοτάκη. Αποτέλεσμα; Σημαντικές κεντρώες και μεταρρυθμιστικές δυνάμεις έχουν πια τις αμφιβολίες τους, αποστασιοποιούνται, αναζητούν λύση. Ταυτόχρονα η παροιμιώδης δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να μετεξελιχθεί και να αρθρώσει ένα σοβαρό, εναλλακτικό λόγο και ο λαϊκισμός του που φτάνει σε αποκρουστικά σημεία, τον έχει καταδικάσει σε μια πορεία συνεχούς συρρίκνωσης των δυνάμεών του, που αναζητούν λύση. Αναφερόμαστε σε δυνάμεις κεντρώες και κεντροαριστερές, μεγάλο τμήμα των οποίων είναι πασοκογενείς.
Δημιουργούνται εν ολίγοις δύο ποτάμια διαφορετικών προελεύσεων, αλλά κοινής αναζήτησης μιας σοβαρής πολιτικής εκπροσώπησης. Δημιουργείται ένας μεγάλος χώρος πολιτών που θέλει να βάλει τέλος στην ακινησία, να βάλει τέλος στο σχήμα: Κυβέρνηση μακράν πρώτη σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και όταν πορεύεται λαθεμένα, ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν Αξιωματική Αντιπολίτευση, πριμοδοτώντας έτσι την Ν.Δ και το Κίνημα Αλλαγής αδύναμο και άρα βολικό. Οι εκλογές του Δεκεμβρίου, η μαζική συμμετοχή 270.000 πολιτών και η πανηγυρική εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη φαίνεται να λειτούργησε σαν σπινθήρας ανατροπής και νέου πολιτικού σκηνικού, ενίσχυσης του Κινήματος Αλλαγής.
Αυτό φαίνεται από όλες τις δημοσκοπήσεις. Δεν θριαμβολογούμε, δεν εφησυχάζουμε, έχουμε πλήρη συναίσθηση της ευθύνης μας και της μεγάλης ευκαιρίας που έχουμε για ένα άλμα. Γνωρίζουμε ότι χρειάζεται πολύ δουλειά, σοβαρός και πειστικός αντιπολιτευτικός λόγος που να καλύπτει το κενό αντιπολίτευσης που υπήρχε, προγραμματικές επεξεργασίες σύγχρονων προτάσεων, που να συνθέτουν ένα νέο αφήγημα για την Ελλάδα στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης, της κλιματικής κρίσης, των μεγάλων γεωστρατηγικών αλλαγών και των παλιών και νέων ανισοτήτων. Αυτή είναι η πρόκληση. Να διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που θα είναι η στέγη των δυνάμεων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, της Μεταρρύθμισης και της Οικολογίας. Θα τα καταφέρουμε.