Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κύριε Υπουργέ,
κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για το νομοσχέδιο, το οποίο εισάγεται σήμερα στην Ολομέλεια είχαμε αρκετά έντονες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις στις τέσσερις προηγούμενες επιτροπές. Είναι γεγονός, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και κύριε Υπουργέ, πως παρατηρήθηκε κοινός, σύσσωμος προβληματισμός όλων των εκπροσώπων της Αντιπολίτευσης όσο και αρμοδίων φορέων, τους οποίους ακούσαμε στην ακρόασή τους στην επιτροπή.
Και πραγματικά, κύριε Υπουργέ, τα όσα ειπώθηκαν τεκμηριωμένα και με επιχειρήματα από όλη την Αντιπολίτευση, για την άμεση αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου, αναρωτιέμαι αν σας έβαλαν τελικά σε σκέψεις, αν θεωρείτε ότι έχουν έστω κάποια βάση αυτά τα οποία σας είπαμε ή είναι κενά νοήματος.
Επί του νομοσχεδίου, λοιπόν, πιο συγκεκριμένα.
Εξαρχής, έθεσα τη βάση σχετικά με την ιδιαιτερότητα του ρόλου των Δικαστικών Υπαλλήλων στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα μας. Η σπουδαιότητα που χαρακτηρίζει τη θέση των υπαλλήλων αυτών, αποτυπώνεται αφενός από τη συμβολή τους στη λειτουργική καθημερινότητα του συνόλου των δικαστικών σχηματισμών σε όλη την Ελλάδα και αφετέρου εντοπίζεται επακριβώς στη σχετική αναφορά του άρθρου 92 του Συντάγματος.
Το γεγονός ότι έχει προβλεφθεί ξεχωριστός νόμος από τους υπόλοιπους Δημοσίους Υπαλλήλους, σαφώς δηλώνει την αναγνώριση της Πολιτείας ότι οι Δικαστικοί Υπάλληλοι είναι και αντιμετωπίζονται ως ιδιαίτερη κατηγορία υπαλλήλων, λόγω της ιδιότητάς τους ως αρωγοί της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης.
Τοποθετήθηκα ήδη στις προηγούμενες συνεδριάσεις, ότι από θέση αρχής είμαστε θετικοί- στο να διαμορφωθούν οι απαραίτητες συνθήκες για να βοηθηθεί η Ελληνική Δικαιοσύνη και να μην υπάρχει κανένας απολύτως λόγος-αιτία καθυστέρησης στην απονομή της από τους Λειτουργούς της.
Η σημερινή εικόνα όμως, δυστυχώς, όπως αποτυπώνεται σε αριθμούς και με τον τρόπο που θα διαμορφωθεί στους αμέσως επόμενους μήνες, λόγω των συνταξιοδοτήσεων, φανερώνει την τραγική κατάσταση. Και πάνω σ’ αυτό έχει επικεντρωθεί η συζήτηση, εάν το συγκεκριμένο ΝΣ, δίνει μία λύση άμεσα.
Η σημερινή εικόνα των Δικαστικών Υπηρεσιών της χώρας σε ότι αφορά το προσωπικό που τις στελεχώνουν είναι η ακόλουθη :
Επί συνόλου 8.769 οργανικών θέσεων Δικαστικών Υπαλλήλων όλων των Κλάδων και Κατηγοριών, υπηρετούν 5.966, δηλαδή υπάρχουν 2.803 κενές θέσεις. Η αναλογία Δικαστικών / Δικαστικών Υπαλλήλων μειώνεται συνεχώς και σήμερα είναι 1,09 Δικαστικοί Υπάλληλοι ανά Δικαστικό Λειτουργό, όταν η αντίστοιχη αναλογία κατά μέσο όρο στις χώρες της Ε.Ε. ανέρχεται στο 3,5 προς 1. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση των Γραμματειών και σε πολλές περιπτώσεις την αδυναμία λειτουργίας τους.
Πώς φτάσαμε έως εδώ; Οι όποιες προσπάθειες έγιναν προσφάτως, είτε μέσω της κινητικότητας στο Δημόσιο, είτε με προσλήψεις μέσω ΑΣΕΠ, δυστυχώς, δεν απέδωσαν.
Και μια σημαντική παρατήρηση κύριε Υπουργέ.
Επειδή, δεν θέλω να μένουν εντυπώσεις. Σε καμία περίπτωση, μέσω της κριτικής μας, για τα τεράστια κενά που υπάρχουν στα Δικαστήρια από Υπαλλήλους, δεν φταίει ο θεσμός του ΑΣΕΠ. Ένας θεσμός που προσέφερε και προσφέρει τα μέγιστα στην ελληνική κοινωνία, από πολλές απόψεις. Να θυμίσουμε, ότι Το ΠΑΣΟΚ το θεσμοθέτησε και οι κυβερνήσεις της ΝΔ είναι αυτές που τον καταστρατηγούσαν, οπότε πάνω σ’ αυτό το θέμα δεν χωρούν υποδείξεις, τουλάχιστον προς εμάς.
Είναι ξεκάθαρο ότι αφενός οι συνθήκες εργασίας είναι δύσκολες και αφετέρου οι αποδοχές είναι πολύ χαμηλές, σε αναλογία με τις προσφερόμενες υπηρεσίες.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι περίπου οι μισοί από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού του 2017 δεν αποδέχτηκαν τον διορισμό τους ή διορίστηκαν και μετά από μικρό χρονικό διάστημα παραιτήθηκαν.
Οι συνθήκες υπερεντατικής εργασίας που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι πέραν του ωραρίου, στις έδρες, στην ανάκριση, στα αυτόφωρα, στα ασφαλιστικά κ.λπ. και οι μεγάλες ευθύνες που απορρέουν από τα αντικείμενα εργασίας τους όπως π. χ. η έκδοση απογράφων και Πιστοποιητικών που χρησιμοποιούνται για διαδικαστικές πράξεις μεγάλων χρηματικών ποσών, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα χαμηλές αποδοχές, αποτελούν αντικίνητρα για την αποδοχή διορισμού στον κλάδο των Δικαστικών Υπαλλήλων. Σας καλώ, να επαναθεσμοθετήσετε το επίδομα Ειδικών Συνθηκών, που είχε καθιερωθεί στη λογική του ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι βιώνουν παρόμοιες συνθήκες εργασίας με τους Δικαστικούς Λειτουργούς. Ένα επίδομα που είχε θεσπίσει το ΠΑΣΟΚ και ήταν κάτι δίκαιο.
Το σημερινό νομοσχέδιο που εισάγεται λύνει άμεσα το ζήτημα αυτό;
Οι ίδιοι οι δικαστικοί Υπάλληλοι, στις έως τώρα δηλώσεις τους, και στις κινητοποιήσεις που πραγματοποιούν καθημερινά με τις δίωρες στάσεις εργασίας, τονίζουν ότι η χρονοβόρα αυτή διαδικασία θα έχει σαν αποτέλεσμα να μην γίνει καμιά πρόσληψη και εντός του 2023 για ό,τι αυτό συνεπάγεται για την λειτουργία των Δικαστικών Υπηρεσιών.
Τα αναφέρω όλα αυτά ξανά για έναν και μόνο λόγο. Αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση ότι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του δικαιοδοτικού συστήματος της χώρας μας, είναι η έλλειψη ειδικά καταρτισμένων δικαστικών υπαλλήλων, οι οποίοι εξυπηρετούν γρήγορα και αποτελεσματικά τους πολίτες….», ενώ απ’ όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι υπάρχει γενικά έλλειψη υπαλλήλων.
Στην πατρίδα μας διαχρονικά και διακυβερνητικά – γιατί μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν διαχρονικές ευθύνες στις χρόνιες παθογένειες – συμβαίνουν πολλά λάθος, πολλά απαράδεκτα και πολλά πρωτόγνωρα πράγματα. Θέλω να πιστεύω πως αυτό το ΝΣ, δεν θα ενταχθεί σ’ αυτή την κατηγορία, κατά την εφαρμογή του.
Είναι προφανές ότι ακόμα και στην περίπτωση που θέλουμε να δεχθούμε ότι οι προθέσεις σας πηγάζουν, από τα όσα αντίστοιχα ισχύουν σε άλλες εννομες τάξεις, πάσχουν αρκετά τόσο στις άμεσες ανάγκες που πρέπει να λυθούν τούς όσο και στην πρακτική εφαρμογή τους. Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι σε αυτές τις χώρες υπάρχει διαφορετική διάρθρωση δικαστικών σχεδιασμών, διαφορετική λειτουργία στην απονομή της δικαιοσύνης, ήδη είναι εξασφαλισμένη η πλήρη στελέχωση των υπηρεσιών με προσωπικό και εξασφαλισμένες οι απαραίτητες υποδομές (κτίρια, πληροφοριακά συστήματα κ.λπ.), με σωστή αναλογία δικαστών και γραμματέων, μία αναλογία που σήμερα στη χώρα μας ανάμεσα στους δικαστικούς υπαλλήλους και στους δικαστικούς λειτουργούς, είναι ένας προς τρεις, αντίστροφα από αυτή που ισχύει στην Ευρώπη, τρία προς ένα.
Εμείς κάνουμε πάντα, ως ΠΑΣΟΚ, εποικοδομητική κριτική και θέλουμε να συμβάλουμε σε όποιο θετικό μέτρο φέρει σε ψήφιση η οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Ιδιαιτέρως, για τα μεγάλα θέματα τα οποία απασχολούν τη Δικαιοσύνη.
Κλείνω, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, λέγοντας πως ειλικρινά επιδιώκουμε και θεωρούμε ότι η κοινοβουλευτική διαδικασία είναι το πιο δημιουργικό κομμάτι της αντιπολίτευσης. Γι’ αυτό προσερχόμαστε εδώ πέρα όχι με ιαχές, με συνθήματα, αλλά με συγκεκριμένη αιτιολόγηση των αντιρρήσεών μας και με συγκεκριμένες αντιπροτάσεις, γιατί θέλουμε να συμβάλουμε στην αλλαγή τους και θέλουμε οι νόμοι που ψηφίζει το ελληνικό Κοινοβούλιο να είναι καλοί νόμοι για τους Έλληνες πολίτες.
Ζητούμε, λοιπόν, να ακούσετε τη φωνή μας και τα επιχειρήματά μας, γιατί το μείζον ζήτημα έχει να κάνει με την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη απονομή της ελληνικής δικαιοσύνης, που όπως αποδεικνύεται καθημερινώς, η ελληνική κοινωνία χρειάζεται, πιο πολύ από ποτέ.
Σας ευχαριστώ.