Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριοι Υπουργοί, θα επαναλάβω, όπως έχω κάνει κατά καιρούς, ότι όλοι πρέπει να κατανοούμε τη σπουδαιότητα του νομοθετήματος του Ποινικού Κώδικα, αλλά και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας τόσο ως ενός ακρογωνιαίου λίθους στο σύστημα απονομής της ελληνικής δικαιοσύνης όσο βεβαίως και για την ίδια την εμπέδωση ενός αισθήματος δικαίου γενικότερα στην κοινωνία, καθώς ο Ποινικός Κώδικας ορίζεται ακριβώς ως η συλλογή των κανόνων του Ποινικού Δικαίου σε ένα νομοθέτημα που εκδίδουν και στη συνέχεια εφαρμόζουν τα αρμόδια κρατικά όργανα.
Γι’ αυτόν τον λόγο οποιαδήποτε αλλαγή επέρχεται από τη μεριά της Κυβέρνησης, οποιαδήποτε νομοθέτηση έρχεται πάνω στο συγκεκριμένο θέμα πρέπει πρωτίστως να αποτελεί αποτέλεσμα υγιούς διαλόγου και προτάσεων με όλους τους αρμόδιους φορείς βεβαίως, προτάσεων που βεβαίως λύνουν προβλήματα υφιστάμενα, αλλά από την άλλη, δεν θίγουν κεκτημένα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα απλά και μόνο στον βωμό μιας επιφανειακής παρουσίασης τάχα μεταρρυθμίσεων, κάτι το οποίο παρατηρείται συχνά δυστυχώς στα νομοσχέδια τα οποία φέρνει η Κυβέρνηση σας.
Σε τέτοια λοιπόν νομοθετήματα, όπως είναι ο Ποινικός Κώδικας, πλέον οι παρεμβάσεις ή αλλαγές-μεταρρυθμίσεις που επέρχονται πρέπει να έχουν κοινωνικό, αλλά και ουσιαστικό αντίκτυπο όχι απλά στο παρόν, αλλά, όπως πάρα πολύ καλά γνωρίζετε, και στο μέλλον, με μια διαχρονικότητα, όχι απλά απαντώντας στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, αλλά προσπαθώντας να λυθούν προβλήματα, τα οποία ανακύπτουν, με ένα βλέμμα όμως προς τη διαχρονική αντιμετώπισή τους.
Άρα, τα όποια λάθη ή αστοχίες υπάρχουν θα πρέπει να επιβεβαιώνονται ύστερα από μια συνεχή παρατήρηση και να μην αποτελούν οι εκάστοτε τροποποιήσεις μια κυβερνητική ατζέντα βασισμένη απλά και μόνο πάνω στην καθημερινότητα.
Όσον αφορά στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, στο τμήμα κατ’ αρχάς το οποίο αφορά την ενσωμάτωση της οδηγίας, δηλαδή στα τρία πρώτα κεφάλαια του νομοσχεδίου, σας είπαμε και κατά τη συζήτηση στις επιτροπές, κύριε Υπουργέ, ότι η συγκεκριμένη οδηγία έπρεπε να είχε μεταφερθεί ήδη εδώ και καιρό στο ελληνικό δίκαιο. Μάλιστα σας είχα αναφέρει ότι η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και η Ισπανία είναι οι τρεις χώρες που είχαν λάβει προειδοποιητική επιστολή για τη μη ενσωμάτωση αυτής της οδηγίας.
Και βεβαίως τα κρούσματα απάτης τα οποία σχετίζονται με πιστωτικές κάρτες και ηλεκτρονικές αγορές πολλαπλασιάζονται με ταχύτατους ρυθμούς. Οι δόλιες αυτές τεχνικές όχι μόνο χρησιμοποιούνται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν εγκληματικές ομάδες, αλλά επί της ουσίας υπονομεύουν και την ανάπτυξη μιας ψηφιακής ενιαίας αγοράς, καθώς οι πολίτες με όλα αυτά τα οποία συμβαίνουν διστάζουν ολοένα και περισσότερο να προχωρήσουν σε ηλεκτρονικές αγορές. Άρα, βεβαίως και πρέπει να υπάρξει πάταξη αυτού του φαινομένου της εποχής μας και να μην χωρεί καμία απολύτως εκμετάλλευση των νομικών κενών που υπάρχουν.
Το αδίκημα λοιπόν, το οποίο έρχεται να καλύψει αυτή η ενσωμάτωση αυτής της οδηγίας, είναι πάρα πολύ σοβαρό, εξελίσσεται διαρκώς, λαμβάνει διαρκώς νέες μορφές λόγω της τεχνολογίας και μάλιστα καταφέρνει να βρίσκεται πάντα και ένα βήμα μπροστά από τους νομοθετικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς. Αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποία οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε. Η νομοθεσία πρέπει να το αντιμετωπίσει με μια αναγκαία σοβαρότητα, κάτι το οποίο δυστυχώς πολλές φορές μέχρι σήμερα δεν γίνεται.
Η οδηγία στοχεύει στην επικαιροποίηση των υφιστάμενων κανόνων, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα νομικό πλαίσιο σαφές, στέρεο και τεχνολογικά ουδέτερο. Καταργεί επίσης λειτουργικά εμπόδια, τα οποία παρακωλύουν τις έρευνες και τις διώξεις. Προβλέπει δε δράσεις για την καλύτερη ενημέρωση του κοινού σχετικά με δόλιες τεχνικές, όπως είναι το ηλεκτρονικό «ψάρεμα», το γνωστό σε όλους «fishing», και η αντιγραφή δεδομένων κάρτας, το λεγόμενο «skimmimg».
Άρα λοιπόν το νομικό πλαίσιο οφείλει να παρακολουθεί και να παρακολουθεί στενά τις εν λόγω τεχνολογικές εξελίξεις, προκειμένου, όπως είπαμε, να μην υπάρχει νομικό κενό, όσον αφορά την κάλυψη των νέων δεδομένων που έρχονται με τη νέα τεχνολογία.
Σχετικά με το Κεφάλαιο Δ και την προσθήκη του άρθρου 346 του Ποινικού Κώδικα, αφορά σε ένα πάρα πολύ σοβαρό φαινόμενο και αυτό ως απότοκο της εξέλιξης της τεχνολογίας και αφορά επίσης μια νέα ορολογία η οποία εκφράζει το συγκεκριμένο φαινόμενο που εδώ και λίγους μήνες έχει μπει στο λεξιλόγιό μας και μας έχει απασχολήσει όλους, νομικούς και μη, και είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει επικρατήσει με περιγραφές ως «εκδικητική πορνογραφία» («revenge porn»).
Πρέπει όμως να πούμε πως η σωστή ονομασία του φαινομένου είναι «μη συναινετική πορνογραφία» ή «σεξουαλική κακοποίηση μέσω εικόνας», αφού πρόκειται για συγκεκριμένη πορνογραφία είτε με φωτογραφίες είτε με ηχογραφήσεις είτε με βιντεοσκοπήσεις χωρίς τη συναίνεση του προσώπου, το οποίο εκτίθεται με αυτό τον τρόπο δημοσίως.
Ως μη συναινετική πορνογραφία κατ’ αρχάς νοείται η βία η οποία εξασκείται από έναν σύντροφο για απεικονίσεις σε σεξουαλική δραστηριότητα στον άλλο σύντροφό του. Είναι η διανομή, δηλαδή η δημοσίευση υλικού φωτογραφίας, ηχογραφήσεων και βίντεο οποιουδήποτε σεξουαλικού περιεχομένου, δηλαδή δραστηριότητας χωρίς τη συναίνεση της εκτιθέμενης ή του εκτιθέμενου από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Και αυτό είναι ξεκάθαρα ένα πάρα πολύ μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα το οποίο μάλιστα βρίσκεται σε ανοδική τάση, διότι η τεχνολογία με τα κινητά τηλέφωνα, τα σόσιαλ μίντια, τη δικτύωση τα κάνει όλα πιο εύκολα να διανεμηθούν δημοσίως και άμεσα, όπως επίσης και σχετικά ανώνυμα για τον δράστη. Είναι λοιπόν ένα μεγάλο πρόβλημα ειδικά για τον προηγμένο τεχνολογικά κόσμο.
Ενδεικτικά θέλω να σας πω ότι μία έρευνα από την έγκυρη αμερικανική εφημερίδα Washington Post ανέφερε ότι το 4% του γενικού πληθυσμού, δηλαδή ο ένας στους είκοσι πέντε Αμερικανούς πολίτες δηλώνει αυτοαναφορά σε κίνδυνο τέτοιας έκθεσης, δηλαδή έχει απεικονισμένη σεξουαλική δραστηριότητα με έντονες πιθανότητες για μαζική διανομή. Και βεβαίως ούτε η Ευρώπη ούτε η Ελλάδα απέχουν από τέτοιου είδους αποτελέσματα μετρήσεων. Είναι πλέον μια πραγματικότητα και οι συνέπειες είναι ολέθριες.
Πριν από κάποιον καιρό είδαμε μάλιστα την αυτοκτονία μιας φοιτήτριας στη Θεσσαλονίκη ως αποτέλεσμα εκδικητικής πορνογραφίας και είναι σημαντικό να τρέχουμε όχι μετά από τέτοιου είδους τραγικά φαινόμενα, αλλά να καλύπτει ο νομοθέτης όλα αυτά τα φαινόμενα ιδιαίτερα πιο πριν, προκαταβολικά.
Διότι είναι ο διασυρμός, οι ψυχολογικές συνέπειες, το όνειδος, η λοιδορία, ο κοινωνικός αποκλεισμός που νιώθουν τα θύματα της μη συναινετικής πορνογραφίας τέτοιος που χρειάζεται να υπάρχει μια πάρα πολύ στιβαρή και σοβαρή απάντηση του πολιτικού συστήματος απέναντι σε αυτό το φαινόμενο το οποίο έχει θύματα κατά κύριο λόγο γυναίκες -όχι μόνο γυναίκες, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία είναι γυναίκες.
Πρέπει να δοθεί ένα μήνυμα από αυτήν εδώ την Αίθουσα ότι καμία γυναίκα, κανένα θύμα της μη συναινετικής πορνογραφίας, αλλά και γενικότερα κακοποίησης, σεξουαλικής κακοποίησης, δεν είναι μόνο. Κανείς και καμία δεν είναι μόνος. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το βροντοφωνάζουμε, πρέπει να το λέμε, πρέπει να το αποδεικνύουμε και βεβαίως, εμείς ως νομοθετικό σώμα να το αποδεικνύουμε και μέσα από τη νομοθέτηση τέτοιου είδους νομοθετημάτων.
Δεν είναι πολλές οι χώρες, το είπα και στην συζήτηση επί των άρθρων, είναι η Γαλλία, η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Μάλτα οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν θεσπίσει νομοθετική ρύθμιση για την αντιμετώπιση της μη συναινετικής πορνογραφίας. Έρχεται λοιπόν τώρα και η χώρα μας να προστεθεί σε αυτές τις χώρες και σε αυτές τις έννομες τάξεις. Γιατί μέχρι στιγμής δεν είχε ποινικοποιηθεί ως αυτοτελές αδίκημα, αλλά αντιμετωπιζόταν από τον συνδυασμό επιμέρους αστικών και ποινικών διατάξεων και βεβαίως και με την προσφυγή στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Το κύριο όπλο το οποίο κανείς είχε για να αντιμετωπίσει ποινικά αυτήν την αξιόποινη πράξη ήταν η διάταξη του άρθρου 38 του ν.4624/2019, η οποία είναι μια ειδική ποινική διάταξη και ανάλογα με την κρινόμενη περίπτωση το ανωτέρω άρθρο με τα σημερινά δεδομένα επισύρει στον δράστη ποινή φυλάκισης από δέκα ημέρες έως πέντε έτη ή χρηματική ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463 παράγραφος 2 και 57 του Ποινικού Κώδικα εκτός αν δράστης είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, οπότε απειλούνταν από τον νόμο είτε με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με κάθειρξη έως έξι έτη, σύμφωνα με το άρθρο 463 του ποινικού κώδικα.
Και βεβαίως κριτήρια έθεσε και ο Άρειος Πάγος για τη μετατροπή του αδικήματος σε κακούργημα, κριτήρια τα οποία δεν συναρτούν το χρηματικό κίνητρο με την κακουργηματική μορφή του αδικήματος της παραβίασης προσωπικών δεδομένων και η ηθική βλάβη δεν υπόκειται σε ποσοτικό κριτήριο.
Σήμερα με την ανάπτυξη, όπως είπαμε, και της τεχνολογίας και των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης αυτό το φαινόμενο δυστυχώς έχει διευκολυνθεί, οπότε κάθε μέριμνα για την αναχαίτιση και την καταπολέμηση αυτού του είδους προσβολής της γενετήσιας ζωής όχι απλά μας βρίσκει σύμφωνους, αλλά μας βρίσκει στην πρωτοπορία, μας βρίσκει μπροστάρηδες σε αυτόν τον αγώνα υπέρ των θυμάτων, υπέρ των γυναικών.
Τώρα, πάμε στο άρθρο 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για το οποίο στις Επιτροπές υπήρξε η μεγαλύτερη αντίδραση της συντριπτικής πλειοψηφίας των φορέων. Είναι αλήθεια ότι με έναν μοναδικό τρόπο καταφέρατε με τις αρχικά φερόμενες ρυθμίσεις να έχετε μία ομοβροντία αντιδράσεων από τους δικηγορικούς συλλόγους, από τους δικαστές, από τους γιατρούς, από όλους τους φορείς -αυτό είναι πραγματικά πρωτοφανές- και δείχνει τη λάθος προσέγγιση την οποία είχατε εξαρχής και η οποία κατά κύριο λόγο στηρίζεται στο ότι πήγατε να φέρετε μια τόσο σοβαρή ρύθμιση χωρίς να έχετε ρωτήσει κανέναν, χωρίς να έχετε διαβουλευτεί με κανέναν. Αυτό λοιπόν είναι σημαντικό ότι τώρα, έστω και στο παραπέντε, έστω και την τελευταία στιγμή το καταλάβατε. Ακούσατε τους φορείς, ακούσατε τις αντιδράσεις, καταλάβατε το παράλογο των ρυθμίσεων τις οποίες πήγατε να φέρετε και τις διορθώνετε. Και βεβαίως εμείς θα το χαιρετήσουμε αυτό. Χαιρόμαστε που ακούσατε και τους φορείς, χαιρόμαστε που ακούσατε και εμάς ως Αντιπολίτευση.
Πάντως πρέπει να σας προβληματίσει η εικόνα των τελευταίων ημερών στα δικαστήρια της χώρας, κύριε Υπουργέ. Πρέπει να σας προβληματίσει η εικόνα με την αποχή των δικαστικών υπαλλήλων γιατί δεν υπάρχει καθαριότητα στα δικαστήρια της Αθήνας.
Αλλά, ξέρετε κάτι; Κάθεστε σε αυτή την καρέκλα για να λύνετε προβλήματα όχι απλά για να λέμε ευχολόγια, όχι απλά για να λέμε ότι υπάρχουν προβλήματα και τα λύνουμε. Και βεβαίως η κατάσταση που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα δικαστήρια όσον αφορά το ζήτημα της καθαριότητάς τους είναι τριτοκοσμική κυριολεκτικά. Βρείτε λύση λοιπόν.
Ή αντιστοίχως η εικόνα της παράστασης που έκαναν οι δικηγορικοί σύλλογοι εχθές και αυτή δείχνει την αντίδραση η οποία υπάρχει στις πολιτικές που φέρνετε και κυρίως στον τρόπο που νομοθετείτε ετσιθελικά και χωρίς διαβούλευση με τους φορείς.
Άρα λοιπόν καλωσορίζουμε τις νομοτεχνικές βελτιώσεις τις οποίες φέρατε. Βεβαίως θεωρούμε ότι είναι σημαντικές και λύνουν εν πολλοίς τα προβλήματα τα οποία πήγατε να δημιουργήσετε. Άρα ναι, επί της αρχής είμαστε θετικοί στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Πρέπει όμως, κύριε Υπουργέ, και κλείνω με αυτό, να μάθετε και να αποδέχεστε το λάθος σας, και να ακούτε τις αντιδράσεις, και να τις λαμβάνετε υπόψη σας ειδικά όταν αυτές προέρχονται από όλους μας, φορείς και Αντιπολίτευση, για το καλό της ελληνικής δικαιοσύνης, για το καλό της χώρας, για το καλό των πολιτών.
Σας ευχαριστώ θερμά.