Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου “Η ειρηνική εξέγερση των θηλυκών Sapiens”
Είναι πραγματικά μεγάλη η χαρά μου σήμερα να βρίσκομαι ανάμεσα σε εκλεκτούς προσκεκλημένους, αξιόλογους ανθρώπους από όλους τους χώρους και τα πεδία αλλά κυρίως φίλους για να μιλήσουμε με αφορμή το εξαιρετικό βιβλίο, το ξεχωριστής σημασίας, μεστό αυτό δοκίμιο της αγαπητής φίλης μου Άννας Καραμάνου.
Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή πριν μιλήσω για το βιβλίο να μιλήσω για τον άνθρωπο πίσω από αυτό το υπέροχο εγχείρημα, την φίλη μου Άννα, την οποία και οι περισσότεροι σήμερα εδώ γνωρίζετε.
Μία γυναίκα με πλούσιο βιογραφικό όχι μόνο σε σπουδές αλλά και σε κοινωνική, συνδικαλιστική και πολιτική δράση. Φιλόλογος και Πολιτικός Επιστήμονας με βαθιά γνώση των Ευρωπαϊκών Θεμάτων και κυρίως των Ζητημάτων Ισότητας και Φύλου τα οποία ανέδειξε ως Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της FEMM, της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και συνεχίζει να αναδεικνύει συνεχώς με την πολυσχιδή της δράση και πρόσφατα με το βιβλίο που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας. Αυτό το βιβλίο πρόκειται για άλλη μια προσφορά της Άννας Καραμάνου προς την κοινωνία, προς τις γυναίκες, προς όλους μας.
Θα ήθελα λοιπόν να πω κι εγώ με τη σειρά μου λίγα λόγια για την «Ειρηνική Εξέγερση των Θηλυκών Sapiens.
Υπάρχουν τρεις λέξεις, τρεις φράσεις που δίνουν το στίγμα. Ειρηνική εξέγερση, sapiens που δίνει έμφαση στην ανθρωπινότητα των γυναικών που κάποτε αμφισβητήθηκε και «εξέγερση» που σημαίνει κίνηση, κίνημα.
Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και με αφετηρία τον Αγώνα της Ελευθερίας, ξετυλίγεται ένα συναρπαστικό ταξίδι των γυναικών και των αγώνων τους έως σήμερα.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τον ίδιο τον τίτλο και ιδιαίτερα στις τρεις κομβικές λέξεις στις οποίες αναφέρθηκα.
Γιατί Sapiens; Όπως μας εξηγεί η συγγραφέας η χρήση του όρου είναι σκόπιμη προκειμένου να καταδείξει από τον ίδιο τον τίτλο ότι οι γυναίκες αποτελούν πάνω από το μισό του «σοφού γένους των ανθρώπων» εν συνόλω, των sapiens, τα δικαιώματα των οποίων ωστόσο καταστρατηγήθηκαν για αιώνες από το άλλο μισό.
Και γιατί ειρηνική εξέγερση; Γιατί η έννοια της ειρηνικής εξέγερσης αναδεικνύει τη συνέχεια και τη σταθερότητα του γυναικείου κινήματος και της παρουσίας του στο χωροχρόνο.
Αυτό όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι το βιβλίο αυτό θέτει στο κέντρο τους αθέατους πρωταγωνιστές, τα ιστορικά υποκείμενα τα οποία σπάνια συμπεριλήφθηκαν στους τόμους ιστορίας που διδαχθήκαμε στο σχολείο και συνεχίζουμε να διδάσκουμε στα παιδιά μας.
Τις αφανείς ηρωίδες που θυσιάστηκαν ποικιλοτρόπως, ενσυνείδητα και συστηματικά καθ’ όλη την πορεία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας μας και ειδικά στον πρώτο βηματισμό του Ελληνικού κράτους, συμμετέχοντας με όλη τους την καρδιά στο εθνικό όραμα.
Όραμα ωστόσο που αρχικά δεν τις συμπεριλάμβανε ως υπολογίσιμους και ορατούς κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Και αυτός είναι ένας πολύ σπουδαίος προβληματισμός που διατρέχει το βιβλίο. Πώς και γιατί οι γυναίκες παρέμειναν αόρατα πολιτικά και ιστορικά υποκείμενα παρά την ενεργό συμμετοχή τους στα μεγάλα και στα μικρά γεγονότα της ιστορίας.
Αν και καθυστερημένα ήρθε η στιγμή επιτέλους να τους αποδώσουμε την θέση που τους αξίζει, να αναγνωρίσουμε το ρόλο τους, να αναδείξουμε την καθοριστική συμμετοχή τους στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας μας αλλά και να προβληματιστούμε στο πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν τα θηλυκά sapiens είχαν ήδη από την αρχή το δημόσιο ρόλο που τους αξίζει.
Πράγματι, σήμερα, περισσότερο από ποτέ είναι αναγκαία μια βαθιά κατανόηση της ιστορίας μας, της διακοσάχρονης πορείας μας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, μίας νέας προσέγγισης εθνικής αυτογνωσίας όπου η δικαιοσύνη των φύλων, όπως πολύ ορθά υπογραμμίζει η συγγραφέας, είναι ουσιώδες κομμάτι της αυτογνωσίας της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να προχωρήσει με αυτοπεποίθηση και σωφροσύνη.
Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι πάντα επίκαιρο και ειδικά στις μέρες μας να προβληματιστούμε αναφορικά με την ειρηνική αυτή εξέγερση, με τις φεμινιστικες διεκδικήσεις που αρχίζουν από το 1829 με την ίδρυση του πρώτου σχολείου για κορίτσια, σηματοδοτούνται με την τομή για τα πολιτικά δικαιώματα μόλις το 1952, κορυφώνονται το 1975 με την συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας και το 1983 με το νέο Οικογενειακό Δίκαιο που θέσπισε η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, βγάζοντας τις γυναίκες επίσημα και θεσμικά πλέον από έναν μακραίωνο κύκλο υποτίμησης και καταπίεσης.
Ωστόσο, αν και οι γυναίκες αριστεύουν σε όλους τους τομείς, στα πανεπιστήμια, στην έρευνα, στη δημόσια σφαίρα, συχνά τα παγιωμένα συστήματα εξουσίας εμμένουν σε μία άτυπη, ιερή συμμαχία διατήρησης των ανδρικών προνομίων.
Γι΄ αυτό λοιπόν και το παρόν βιβλίο έχει μία ιδιαίτερη σημασία να διαβαστεί από τη νέα γενιά ώστε να προβληματιστεί, να αναστοχαστεί να αξιοποιήσει, όπως λέει η Άννα Καραμάνου την ιερή παρακαταθήκη των πάμπολλων και συνεχών γυναικείων αγώνων και διεκδικήσεων.
Το βιβλίο λοιπόν αποτελεί μία άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική ανάγνωση όπου παράλληλα με τη γνώση των ιστορικών σταθμών προβάλλονται παράλληλα οι γυναικείοι αγώνες, η συνεισφορά τους στα ιστορικά γεγονότα και οι διεκδικήσεις τους. Θα ήθελα λοιπόν να σταθώ στα σημεία που μου έκαναν εντύπωση από τα έξι περιεκτικά κεφάλαια που το συναρθρώνουν.
Στο πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην ένοπλη εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων, εντύπωση για τις προωθημένες ιδέες του για τις γυναίκες, αποτελεί το έργο του Ρήγα, ιδέες που ενέπνευσαν πολλές αγωνίστριες να συμμετάσχουν με κάθε τρόπο στον Αγώνα.
Παρά όμως την συμβολή τους μετά την απελευθέρωση τίθενται έγκλειστες στα σπίτια τους, ελεύθερες μεν από τον οθωμανικό ζυγό υπό την κυριαρχία δε των ανδρών τους. Επίσης πολύ ενδιαφέρουσα είναι η εκτενής αναφορά της συμβολής της Μαντως Μαυρογένους και της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Παρά τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στα πεδία των μαχών όμως καμία γυναίκα δεν κατορθώνει να προσεγγίσει τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Αντίθετα οι γυναίκες που πρωτοστάτησαν στην απελευθέρωση, απομακρύμθηκαν από την δημόσια σφαίρα αμέσως μετά την Επανάσταση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο μετά τη συζήτηση για τον ανατρεπτικό εκσυγχρονισμό του Καποδίστρια που διευκόλυνε τη γέννηση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, ειδικό βάρος έχει η συζήτηση για τον πολιτισμικό δυϊσμό μεταξύ Δύσης και εξευρωπαϊσμού και κυρίως την ευθύνη της οθωμανικής κληρονομιάς που στήριξε διαχρονικά την κουλτούρα της εγχώριας πατριαρχίας, θέτοντας μία σειρά πολύ σημαντικών προβληματισμών όπως ποιούς πραγματικά αφορούσαν οι διακηρύξεις της ατομικής ελευθερίας του Διαφωτισμού.
Σίγουρα – όπως εύστοχα απαντά η συγγραφέας – όχι τις γυναίκες καθώς ο Διαφωτισμός αν και κίνημα βαθύτατα πολιτικό αγνόησε αν δεν υποτίμησε τις γυναίκες.
Αξιοσημείωτη πάντα είναι η αναφορά στο βαθύτατα ριζοσπαστικό κείμενο του Πλάτωνα, την Πολιτεία που υποστηρίζει ότι τα δύο φύλα πρέπει να μοιράζονται τον ίδιο τρόπο ζωής και οι γυναίκες παρά τα ήθη της εποχής αναγνωρίζονται ως ισότιμες να κυβερνήσουν, να πολεμήσουν και να φιλοσοφήσουν όπως οι άντρες.
Οι ιδέες αυτές απηχούν ήδη στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδας των Κυριών της Καλιρρόης Παρρέν η οποία με σθένος γράφει ότι οι άνδρες δεν μπορούν να έχουν το μονοπώλιο του κρίνειν και του ορθοφρονείν.
Παρ΄ολ΄αυτά κάποιες δεκαετίες αργότερα οι πρώτες φοιτήτριες των Ελληνικών Πανεπιστημίων παρά το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους αντιμετωπίστηκαν με αποδοκιμασία και εχθρότητα από τους συμφοιτητές τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και πλέον οι γυναίκες διαπρέπουν σε όλα τα ερευνητικά και επιστημονικά πεδία.
Η συμβολή των γυναικών στους εθνικούς αγώνες και τα μεγάλα εθνικά οράματα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο αναλύονται διεξοδικά είναι το θέμα του τρίτου κεφαλαίου.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το αίτημα του 1920 για δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Αν και ο Βενιζέλος αναγνώρισε το δίκαιο περιεχόμενο και την ορθότητα δεν προχώρησε φοβούμενος το πολιτικό κόστος μίας απόφασης που θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τους συντηρητικούς κύκλους αλλά και ενδεχομένως την πλειονότητα των γυναικών που δεν αμφισβητούσε ακόμα το κατεστημένο της εποχής.
Το 1930ωστόσο, ο Βενιζέλος επανέρχεται με παροχή δικαιώματος ψήφου στις δημοτικές εκλογές. Αξίζει να σημειωθεί όπως διαβάζουμε ότι στις πρώτες δημοτικές εκλογές μόνο 240 γυναίκες ψήφισαν προφανώς λόγω αναλφαβητισμού.
Το κεφάλαιο κλείνει με τη μαζική συμμετοχή και καταλυτική δράση των γυναικών στην εθνική αντίσταση. Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου οι Γυναίκες στην Ελλάδα αρχίζουν να εξοικειώνονται με τα μηνύματα του έργου της Simone de Beauvoir, συμμετέχοντας στην ανατροπή των στερεοτυπικών αντιλήψεων περί γυναικείας φύσης.
Και έρχεται επιτέλους ο νόμος 2159/1952 που δίνει το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Μη μας κάνει εντύπωση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η Γαλλία η χώρα του Διαφωτισμού και της Επανάστασης , μόλις το 1944 αναγνώρισε αυτό το δικαίωμα.
Στο τέταρτο κεφάλαιο διαβάζουμε ότι μεταξύ 1953 και 1967 εκλέγονται οκτώ γυναίκες βουλευτές!
Ωστόσο την ίδια στιγμή η κατάσταση των γυναικών είναι αξιοθρήνητη: Κατάφωρες διακρίσεις σε όλους του τομείς, καθημερινή βία και εγκλήματα τιμής. Πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει η Αλίκη Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου: «Όσες γυναίκες είχαμε τελειώσει το Πανεπιστήμιο δεν είχαμε δικαίωμα να συμμετάσχουμε στους διαγωνισμούς. Οι άντρες με το ταληράκι καταλάμβαναν τις θέσεις και οι γυναίκες με άριστα καθόντουσαν στη γωνία».
Μία δεκαπενταετία αργότερα και παρά τη Συνθήκη της Ρώμης πληροφορούμαστε ότι το χάσμα νομοθεσίας και πραγματικότητας επιμένει να είναι τεράστιο με τις γυναίκες να μη γίνονται δεκτές σε πολλούς κλάδους εργασίας. Μετά τη Χούντα, η συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας έχει σαν αποτέλεσμα την ίδρυση πολλών φεμινιστικών οργανώσεων που αγκαλιάζουν γρήγορα γυναίκες από κοινωνικές ομάδες και γεωγραφικές περιοχές που μέχρι τότε δεν είχαν σχέση με τις γυναικείες διεκδικήσεις λειτουργώντας έτσι πολλαπλασιαστικά στα ζητήματα ισότητας.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο θα ήθελα ειδικά να σταθώ στο Νέο Οικογενειακό Δίκαιο του 1983, την μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου που θέσπισε το ΠΑΣΟΚ και άνοιξε το δρόμο για την πραγματική ισότητα.
Ας σκεφτούμε ότι ο νόμος θεωρήθηκε από τους πιο προοδευτικούς της Ευρώπης. Οι σύζυγοι πλέον γίνονται νομικά και συνταγματικά ισότιμοι. Και γράφει πολύ εύστοχα η Άννα Καραμάνου ότι η αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου ανέτρεψε τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικογένειας.
Πολύ σωστά όμως επισημαίνει ότι παιδαγωγικός ρόλος τη νομοθεσίας δεν ήταν αρκετός για το ξερίζωμα των οπισθοδρομικών και πατριαρχικών αντιλήψεων.
Οι γυναίκες έγιναν ισότιμες ωστόσο αυτό δεν μεταφράστηκε ούτε δυστυχώς μεταφράζεται ακόμα στην ισοτιμία των υποχρεώσεων στο σπίτι, στην έμφυλη διαίρεση της εργασίας και των στερεοτυπικών αντιλήψεων της γυναίκας για το ρόλο της στην παρoχή φροντίδας.
Οδεύοντας το βιβλίο προς τη δική μας ψηφιακή εποχή προσεγγίζονται με ιστορική εμβρίθεια σημαντικοί σταθμοί των τελευταίων δεκαετιών που επηρεάζουν αντίστοιχα τη θέση των γυναικών και τα ζητήματα ισότητας: η νομισματική ένωση, στρατηγική της Λισαβόνας, η αναθεώρηση του Συντάγματος, ο νόμος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, η συνθήκη της Λισαβόνας, η δεκαετής κρίση, η πανδημία, το κίνημα #Metoo.
Ζούμε πια σε εποχή που άνοιξαν τα στόματα, που καταγγέλονται τα φαινόμενα βίας και αυτό είναι μια πολύ σημαντική κατάκτηση. Το #Metoo απελευθέρωσε τις γυναίκες που μέχρι πρόσφατα δεν τολμούσαν να πουν αυτά που τους συνέβαιναν.
Θα ήθελα πραγματικά να σταθώ σε ένα καίριο ζήτημα που τίθεται στο κεφάλαιο αυτό, το οποίο γνωρίζω πολύ καλά όπως επίσης πιστεύω και η Άννα Καραμάνου αλλά και η Άννα Διαμαντοπούλου.
Είναι το χαμηλό ποσοστό εκλεγμένων γυναικών βουλευτών στη χώρα μας.
– Υπάρχουν μόλις 57 Γυναίκες Βουλευτές, ποσοστό 19% και 9 γυναίκες στο Υπουργικό Συμβούλιο, ποσοστό 20%.
– Υπάρχει μόνο μία γυναίκα Περιφερειάρχης από τους 13, και 14 γυναίκες Δήμαρχοι από τους 332.
– Και βεβαίως εξίσου χαμηλά είναι και τα ποσοστά σε επίπεδο Δημοτικών και Περιφερειακών Συμβούλων.
Οι αριθμοί μας κατατάσσουν σε χειρότερη θέση από όλες τις γειτονικές χώρες πλην της Τουρκίας. Είναι επομένως φανερό, ότι υπάρχουν ακόμα ανισότητες στην εκπροσώπηση των γυναικών, οι οποίες αποτελούν – μη το ξεχνάμε αυτό – το μισό και λίγο περισσότερο του πληθυσμού.
Ο χώρος της πολιτικής συνεχίζει να μην είναι και τόσο φιλόξενος για τις γυναίκες, το αντίθετο. Σύμφωνα με τα τοιχεία του Ευρωπαικού Ινστιτούτου για την ισότητα, ο χεορότερος δείκτης μας είναι η συμμετοχή στους θεσμούς και στα κέντρα αποφάσεων.
Σχετικά με την παρουσία και τη δράση μιας γυναίκας στη Βουλή, όπως άλλωστε και όλες οι εργαζόμενες μητέρες, πρέπει να συνδυάσει τις κοινοβουλευτικές της υποχρεώσεις με όλους τους πολλαπλούς της ρόλους, δηλαδή την καθημερινή φροντίδα των παιδιών, του σπιτιού και της ευρύτερης οικογένειας και ταυτόχρονα να αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει το ίδιο και καλύτερα από τους άντρες συναδέλφους της, σε έναν τόσο απαιτητικό και ανταγωνιστικό χώρο.
Ωστόσο, η ζωή προχωράει και τίποτα δεν παραμένει στάσιμο. Η ενασχόληση με τα κοινά, με τις δημόσιες υποθέσεις είναι μία μεγάλη πρόκληση και έχει ομορφιά να ασχολείσαι με την προώθηση λύσεων στον τόπο σου ή στα προβλήματα της χώρας.
Η ίδια η πολιτική έχει ανάγκη την γυναίκα, το θηλυκό μυαλό που γεννάει, έχει ανάγκη τη φρεσκάδα, την φαντασία και το μεράκι των γυναικών, τη δυνατότητα σύνθεσης και συναίνεσης, που οι γυναίκες πετυχαίνουν καλύτερα. Και πράγματι, χωρίς την ενεργό συμμετοχή της γυναίκας – και αυτό νομίζω ότι γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό- τίποτα δε θα ήταν το ίδιο.
Γι΄ αυτό τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη, που είναι η ενισχυμένη και αναβαθμισμένη παρουσία της γυναίκας παντού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω καταρχάς την Άννα Καραμάνου για τη σημερινή εκδήλωση και να της ευχηθώ το βιβλίο της είναι καλοτάξιδο.
Με τρόπο μεστό και διεξοδικό, με γλώσσα ρευστή και με περιεχόμενο τεκμηριωμένο έγραψε ένα βιβλίο για όσα συνήθως παραλείπονται, για την αποσιωπημένη όπως λέει η ίδια παράλληλη επανάσταση των γυναικών. Των γυναικών εκείνων που έμειναν δυστυχώς αθέατες και αφανείς που τόλμησαν να διεκδικήσουν και τα κατάφεραν και που σήμερα οφείλουμε να τους δώσουμε την ορατότητα που τους αρμόζει αλλά κυρίως να συνεχίσουμε χωρίς φόβο και δισταγμό τους αγώνες που εκείνες άρχισαν για να πετύχουμε τη πραγματική ισότητα και δικαιοσύνη.