Ομιλία στην Ολομέλεια ως Ειδική Αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριοι Υπουργοί,
Σήμερα πιο καθαρά από ποτέ είναι νομίζω φανερό ότι χρειάζεται μια νέα αλλαγή η χώρα μας.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αφού έδειξε την αδυναμία της να διαχειριστεί τις πολλαπλές κρίσεις τις οποίες αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε και βεβαίως με την μεταρρυθμιστική της άπνοια, φανερώνεται πλέον και ως μία Κυβέρνηση η οποία επωμίζεται πια σοβαρές ευθύνες για ζητήματα δημοκρατίας, για ζητήματα διαφάνειας τα οποία προσπαθεί είτε να καλύψει, είτε να μειώσει την αξία τους. Δοκιμάστηκε και απογοήτευσε, ενώ ενέχεται σε πολύ σοβαρά σκάνδαλα πια όπως αυτό των υποκλοπών και της παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών του Προέδρου μας Νίκου Ανδρουλάκη. Η προσωπική πολιτική ευθύνη του Πρωθυπουργού του κ. Μητσοτάκη είναι ξεκάθαρη και είναι αμεταβίβαστη όσο και αν προσπαθεί να το αποφύγει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με μια αντιπολιτευτική τακτική η οποία σταθερά λειτουργεί σαν bonus στη Νέα Δημοκρατία με το λαϊκισμό του, με την προσήλωσή του στην αρχή και στη θεωρία των αρμών της εξουσίας και με την εχθροπάθειά του στη λειτουργία των θεσμών όπως και με μια προβληματική -αν θέλετε- θεώρηση στις διεθνείς εξελίξεις και τις συμμαχίες της χώρας, δεν αποτελεί λύση αλλά τμήμα του προβλήματος της χώρας.
Σήμερα λοιπόν περισσότερο παρά ποτέ τα τελευταία χρόνια τα βλέμματα ευρύτερων δυνάμεων του κέντρου και της κεντροαριστεράς επιστρέφουν προς το ΠΑΣΟΚ. Σε όλες αυτές λοιπόν τις δυνάμεις εμείς απευθυνόμαστε αναδεικνύοντας τον αναντικατάστατο ρόλο μας ως πατριωτική, δημοκρατική, μεταρρυθμιστική δύναμη της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και επιχειρώντας μια έφοδο στο μέλλον, μια ανατροπή των σημερινών πολιτικών συσχετισμών. Τώρα ας έρθουμε στα προκείμενα.
Η σημερινή συζήτηση περιλαμβάνει το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με το οποίο επιχειρείται η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας σε Οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετιζόμενες με τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, καθώς και τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών.
Πρόκειται αναμφίβολα για δύο πολύ σημαντικές Οδηγίες με την μεν πρώτη να αποτελεί ένα καινοτόμο Ενωσιακό νομοθέτημα υλοποιώντας την πρώτη ιστορικά προσπάθεια της Ένωσης να θεσπίσει ενιαίους κανόνες για τη ρύθμιση των καταναλωτικών συμβάσεων με αντικείμενο ψηφιακές παροχές, καλύπτοντας νέες σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες αλλά και συναλλακτικές πρακτικές. Η ψηφιακή οικονομία, που όπως καταδεικνύεται από διάφορες έρευνες, είναι ένας τομέας που η χώρα μας δυστυχώς υστερεί σημαντικά καταλαμβάνοντας μία από τις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Η δε έτερη Οδηγία πραγματεύεται την πώληση αγαθών ερχόμενη να συμπληρώσει το ήδη υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο, καθιερώνοντας πλέον ενιαίους κανόνες σχετικά με τη συμμόρφωση του αντικειμένου της πώλησης με τους όρους της σύμβασης. Και μάλιστα η εισαγωγή αυτών των ρυθμίσεων έρχεται σε μια στιγμή όπου ήδη η πανδημία του covid άλλαξε τη συναλλακτικές συνήθειες και τις πρακτικές αναδεικνύοντας, νομίζω, την πολύ μεγάλη σημασία αλλά και την αναγκαιότητα των διασυνοριακών καταναλωτικών συμβάσεων.
Παρά τη δεδομένη τεχνολογική εξέλιξη και παρά τη διάδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου το αναπτυξιακό δυναμικό του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ένωση ακόμα δεν έχει αξιοποιηθεί πλήρως όσο θα μπορούσε. Και αυτό δεν το λέμε εμείς, το αναγνωρίζει πρώτα όλα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και το Συμβούλιο. Οι στατιστικές -οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια- καταδεικνύουν τα ανωτέρω όταν μόλις το 10% των εμπόρων λιανικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιούν διασυνοριακές πωλήσεις σε καταναλωτές εντός αυτής και μόλις το 35% των καταναλωτών αισθάνεται εμπιστοσύνη ώστε να προβεί απευθείας στην προμήθεια καταναλωτικών αγαθών από επιχειρήσεις άλλης χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεπώς οι παρούσες Οδηγίες έχουν καταρτιστεί έχουν δημιουργηθεί για να υπάρξει αντιστροφή όλου αυτού του κλίματος με γνώμονα την ενίσχυση της ψηφιακής οικονομίας, τη διασφάλιση της καλύτερης αλλά και της ασφαλέστερης πρόσβασης των καταναλωτών στο ψηφιακό περιεχόμενο και στις ψηφιακές υπηρεσίες, καθώς βεβαίως και τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων στην προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών.
Η Ελλάδα σαφώς και δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει πίσω σε αυτό το τρένο των εξελίξεων, των νέων συναλλακτικών θεσμών που φέρνει η ψηφιακή οικονομία. Δυστυχώς όμως, όπως φαίνεται, και από τις έρευνες η χώρα μας υστερεί, όπως είπα και πιο πριν, καταλαμβάνοντας μια από τις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη στην ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις εγχώριες επιχειρήσεις.
Θα πρέπει λοιπόν -και αυτό πρέπει να είναι προτεραιότητα της πολιτικής την οποία ασκούμε ως χώρα- από την εκάστοτε κυβέρνηση να δοθούν επαρκή κίνητρα και στήριξη στοχευμένη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, προκειμένου να μπορέσουν και αυτές να ανταποκριθούν σε αυτή τη σύγχρονη συναλλακτική πραγματικότητα και να μπορέσουν να σταθούν, αν θέλετε, ανταγωνιστικά στα νέα δεδομένα στην ανοιχτή ευρωπαϊκή ψηφιακή αγορά, στους κολοσσούς οι οποίοι προφανώς έχουν άλλες δυνατότητες.
Ο σκοπός του νομοσχεδίου, όπως εξ αρχής δηλώνεται, λοιπόν αποτελεί πρώτον τη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την παροχή ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των σύγχρονων συναλλαγών και των συναλλασσομένων και δεύτερον ο εκσυγχρονισμός του δικαίου της πώλησης του αστικού κώδικα με έμφαση στην ψηφιακή διάσταση των οικείων συμβάσεων.
Τώρα αυτό το οποίο προσπαθήσαμε να εξετάσουμε -εξετάσαμε κατά τη διάρκεια της συζήτησης των επιτροπών και βεβαίως εξετάζουμε και σήμερα- είναι κατά πόσο ανταποκρίνεται σε αυτές τις ανάγκες ο τρόπος που φέρνετε το παρόν νομοσχέδιο, κύριοι Υπουργοί.
Αρχικά -το είπα και στις επιτροπές το λέω και τώρα- δεν μπορώ να μην σημειώσω, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι για μία ακόμη φορά έχουμε εκπρόθεσμη μεταφορά αμφοτέρων των Οδηγιών στο εθνικό δίκαιο. Όπως ρητά ορίζεται η Ελλάδα όπως και κάθε κράτος μέλος υποχρεούται όπως μεταφέρει αυτές έως την 1η Ιουλίου του 2021 με εφαρμογή των μέτρων από την 1η Ιανουαρίου του 2022 και όχι τον Ιούνιο του 2024 όπως λανθασμένα είχατε την εντύπωση κύριε Υπουργέ, στηριζόμενος πιθανώς εκ παραδρομής σε έτερο μη σχετικό όμως άρθρο. Το ότι πιθανώς και άλλες χώρες, κράτη μέλη να έχουν φανεί χρονικά ασυνεπείς, όπως μας είπατε στις επιτροπές, δεν αλλάζει τις δικές μας υποχρεώσεις. Και βεβαίως αυτό έχει γίνει πια μια τακτική που πρέπει όμως να αλλάξει, γιατί εκθέτει τη χώρα μας.
Τώρα με το ζήτημα της διαβούλευσης, τι θα γίνει και με αυτό; Και αυτό είναι μία πλέον παγιωμένη τακτική και πρακτική από τη μεριά σας. Δεν επιθυμείτε το διάλογο; Βγείτε και πείτε το. Η διαβούλευση δεν αποτελεί όμως μια κυβερνητική αγγαρεία που πρέπει να την κάνετε για να τελειώνετε ή απλά μία τυπική υποχρέωση. Θα πρέπει να γίνεται ουσιαστικά, θα πρέπει να έχει αποτέλεσμα. Δεν μπορείτε να αμελείτε τη σπουδαιότητά της. Για ακόμη λοιπόν μία φορά έχει επιλεχθεί και από τη μεριά σας μια πρόχειρη, μια πολύ βιαστική διαβούλευση η οποία πανηγυρικά αποδείχθηκε απολύτως ελλιπής. Φάνηκε και από τα σχόλια άλλωστε τα οποία είχατε.
Δεκαπέντε μόλις μέρες δόθηκαν για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα εν μέσω καλοκαιριού, που σαφώς ο καθένας νομίζω μπορεί να καταλάβει ότι δεν επαρκούν για ένα τόσο σοβαρό νομοσχέδιο και το οποίο περιλαμβάνει και τροποποιήσεις στην καρδιά του ίδιου του Αστικού Κώδικα. Και αυτό δεν το λέμε απλά εμείς, η Αντιπολίτευση, κύριε Υπουργέ. Αυτό το επισήμανε ο εκπρόσωπός του ΣΕΒ, η εκπρόσωπος της Ένωσης Αστικολόγων, οι φορείς. Όταν λοιπόν οι πλέον αρμόδιοι και ειδικοί πάνω σε αυτό το θέμα, η Ένωση Αστικολόγων, σημειώνει ότι βεβαίως και απαιτούνταν περισσότερος χρόνος για να εξεταστούν όλες αυτές οι τροποποιήσεις και οι καταργήσεις των άρθρων του Αστικού Κώδικα, τότε περισσεύει. Τι να πούμε όλοι εμείς;
Επίσης, εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι μιλάμε για τροποποιήσεις του Αστικού Κώδικα και για νομικά ζητήματα-έννοιες, αλλά παρόλα αυτά, δυστυχώς, δεν έχουν ακουστεί προηγουμένως βασικοί, βασικότατοι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, όπως είναι η ολομέλεια του Δικηγορικού Συλλόγου ή η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων. Μη συμμετοχή τους η οποία πιθανότατα συνδέεται και με την ελάχιστη προθεσμία διαβούλευσης.
Πάμε τώρα στα ειδικότερα επί του νομοσχεδίου. Σύμφωνα με το άρθρο 4 αμφοτέρων των Οδηγιών τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να υιοθετούν στο εθνικό δίκαιο διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Αυτό ισχύει τόσο για εθνικές διατάξεις, που διευρύνουν, όσο και για εθνικές διατάξεις, οι οποίες απομειώνουν, το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή που διασφαλίζεται με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας. Δηλαδή, ουσιαστικά υιοθετείται το μοντέλο της μέγιστης, της πλήρους, που λέμε, εναρμόνισης. Για τη δε ενσωμάτωση των Οδηγιών αυτών, όπως αποκαλύψατε και εσείς ο ίδιος, κύριε Υπουργέ, απαιτήθηκε η προηγούμενη επίπονη, όπως μας είπατε, νομοπαρασκευαστική εργασία δύο ετών, χαρακτηρίζοντάς το, όπως είπατε και στις Επιτροπές, ως αυξημένης πρακτικής δυσκολίας και τεχνικό. Για να δούμε λοιπόν τώρα από τα παραπάνω δεδομένα κατά πόσο επιτυχής είναι η μεταφορά αυτή στη χώρα μας.
Οφείλω να σας ομολογήσω ως νομικός και η ίδια ότι προβληματίζομαι και προβληματίζομαι έντονα από την επιλογή της Κυβέρνησης με τον τρόπο ενσωμάτωσης των Οδηγιών στον Αστικό Κώδικα. Ειδικότερα με τον τρόπο τον οποίο τον κάνετε φαίνεται ότι χάνεται η συνοχή των συγκεκριμένων κεφαλαίων, καθιστώντας τη μελέτη του ακόμα περισσότερο δυσχερή από ό,τι χρειάζεται. Οι νέες μακροσκελείς διατάξεις του Αστικού Κώδικα με την επιπλέον αρίθμηση και με τις προσθήκες φοβάμαι ότι θα επιφέρουν ζητήματα πρακτικής εφαρμογής, αποδυναμώνοντας τις διατάξεις για την πώληση με φυσικό τρόπο. Όπως άλλωστε εύστοχα παρατήρησε και η Ένωση Αστικολόγων, θα ήταν πολύ προτιμότερο οι διατάξεις οι οποίες αφορούν την ψηφιακή Οδηγία, η χρήση της οποίας είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα περιορισμένη, να προστίθεται σε κάποιο ξεχωριστό κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα και όχι διάσπαρτα μεταξύ των άρθρων της πώλησης.
Επίσης σε άλλη διάταξη του νομοσχεδίου μεταξύ άλλων προβλέπεται ως αντιπαροχή από τον λήπτη τα προσωπικά δεδομένα του. Καθίστανται λοιπόν τα προσωπικά δεδομένα ως μέσο πληρωμής. Και αν τυχόν ακυρωθεί ή λυθεί η σύμβαση τι θα γίνει; Θα επιστραφούν στον λήπτη τα προσωπικά δεδομένα; Σας έθεσε αυτό το ερώτημα η Πρόεδρος της Ένωσης Αστικολόγων. Άρα θα πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί, θα πρέπει να είμαστε πολύ σοβαροί, πολύ προστατευτικοί με τα προσωπικά δεδομένα με τη χρήση τους και με την κυκλοφορία τους. Και ας μην θέτουμε, κύριε Υπουργέ, αχρείαστους κινδύνους γιατί, όπως όλοι μας νομίζω θα συμφωνήσουμε, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην προστασία και στη διασφάλιση των προσωπικών δεδομένων των καταναλωτών-λήπτεων, όπως λέτε εσείς, και όπως μεταφέρεται στη συγκεκριμένη Οδηγία.
Και επειδή μας απασχολεί ιδιαίτερα το γενικότερο ζήτημα των προσωπικών δεδομένων, θέλω και εγώ με τη σειρά μου να αναφέρω αυτό το οποίο ειπώθηκε από την Αντιπολίτευση και είναι ένα αναπάντητο ερώτημα και έχει να κάνει με την εξαίρεση η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1. Άρα -δεν θα διαβάσω τώρα το άρθρο για εξοικονόμηση του χρόνου, άλλωστε έχει ειπωθεί- το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι για ποιον λόγο έχετε βάλει αυτήν την εξαίρεση, το «εκτός εάν», το οποίο είναι καθ’ υπέρβαση της Οδηγίας, δεν προβλέπεται από την Οδηγία. Λειτουργείτε καθ’ υπέρβαση. Ποιος λοιπόν και πώς θα κρίνει πότε η κάθε περίπτωση εμπίπτει στην τιθέμενη εξαίρεση; Σε κάθε περίπτωση προσωπικά θα ήθελα να ακούσουμε ποια είναι η θέση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει τοποθετηθεί και καταλαβαίνετε ότι είναι μείζονος σημασίας.
Επίσης, χωρίς έως τώρα να έχετε επαρκώς δικαιολογήσει έχετε επιλέξει να διευρύνετε το πεδίο εφαρμογής της πρώτης Οδηγίας, όπου στην έννοια του καταναλωτή, όπως ορίζει η Οδηγία, εσείς λέτε λήπτη και άρα με αυτήν την έννοια, κύριε Υπουργέ, είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται ακόμη και το κράτος; Φοβόμαστε πολύ ότι ναι! Εσείς τι λέτε για αυτό; Άρα δημιουργούνται εύλογα λοιπόν ερωτήματα, όπως σας τέθηκαν και στις Επιτροπές. Θα μπορούσε αυτό να τύχει εφαρμογής μεταξύ της Cisco και του Υπουργείου Παιδείας; Είναι ένα ερώτημα και σας ζητούμε να μας απαντήσετε. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένουμε την εξήγηση πάνω σε αυτό. Ζούμε σε πολύ περίεργους, ύποπτους καιρούς άρα καταλαβαίνετε ότι η τοποθέτησή σας πάνω σε αυτό είναι πολύ σημαντική. Δηλαδή το πώς αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ή πώς αυτό θα μπορέσει να εξελιχθεί σε μια αντίστοιχη περίπτωση με το να μπορεί το κράτος να θεωρηθεί λήπτης.
Και επειδή εμείς οποιαδήποτε κριτική μας τη συνδέουμε πάντα με πρόταση και προς αποφυγή δυσάρεστων εκπλήξεων καθ’ υπέρβαση των σκοπών του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας, αλλά και για τη διαφύλαξη των δημοσίων συμβάσεων από μέρους μας, εμείς σας καλούμε να προβείτε στην παρακάτω νομοτεχνική βελτίωση του άρθρου 4 παράγραφος 6, οπότε και ως λήπτης να θεωρείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου -να κάνετε αυτή, δηλαδή, την νομοτεχνική βελτίωση- που προμηθεύεται ψηφιακό περιεχόμενο ή ψηφιακή υπηρεσία και όχι κάθε φυσικό και εν γένει νομικό πρόσωπο, όπως προτείνετε, το οποίο αφήνει ορθάνοιχτες τις πόρτες για οποιαδήποτε ερμηνεία ή παρερμηνεία, πείτε το εσείς αυτό.
Παρακάτω στο άρθρο 18 για τα δικαιώματα του λήπτη-καταναλωτή βεβαίως και προκαλείτε και εδώ πέρα μια αχρείαστη σύγχυση με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο. Ειδικότερα δεν είναι ξεκάθαρο εάν αυτά τα δικαιώματα είναι σωρευτικά ή αν είναι διαζευκτικά άρα θα πρέπει να βάλετε ένα διαζευκτικό «ή». Κάντε το γιατί αλλιώς θα δημιουργηθεί εδώ μπέρδεμα, θα υπάρχουν αμφιβολίες.
Στο δε άρθρο 19 παράγραφος 2 αναφέρεται ότι ο προμηθευτής οφείλει να πραγματοποιήσει την αποκατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του λήπτη. Οι έννοιες αυτές είναι αόριστες, παντελώς αόριστες νομικές έννοιες, η ερμηνεία των οποίων από τα δικαστήρια θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας σε ερμηνευτικές δυσχέρειες σε πλήθος διαφορετικών προσεγγίσεων για το περιεχόμενό τους άρα σε ανασφάλεια δικαίου. Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρχει πρόβλεψη για το ανώτατο χρονικό όριο, για την αποκατάσταση της ανταπόκρισης του ψηφιακού περιεχομένου ή της ψηφιακής υπηρεσίας και αυτό να γίνεται χωρίς ενόχληση του λήπτη.
Τέλος, στο άρθρο 60 του νομοσχεδίου, με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 693 του Αστικού Κώδικα, προβλέπεται παραγραφή αξιώσεων εξαιτίας ελλείψεων του έργου σε έξι μήνες. Αυτή λοιπόν η παραγραφή εμείς σας λέμε ότι είναι ιδιαίτερα σύντομη και θα μπορούσε να είναι σίγουρα μεγαλύτερη, προκειμένου να μην υπάρχει απώλεια των σχετικών δικαιωμάτων λόγω μιας τόσο σύντομης παραγραφής.
Κλείνοντας, η ενσωμάτωση Οδηγιών στην ελληνική έννομη τάξη σίγουρα δεν είναι ένα απλό, τυπικό ή τεχνικό θέμα. Θα πρέπει να γίνεται ουσιαστικά, θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα, χωρίς καθυστερήσεις, όπως συνέβη και στην παρούσα περίπτωση. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει και οι εκάστοτε Οδηγίες, όπως η σημερινή, να τηρούνται και να εφαρμόζονται στην πράξη μη αρκούμενοι σε μια απλή ρηματική διατύπωση ενός νομοσχεδίου.
Εμείς βεβαίως και είμαστε μια δύναμη σταθερά προσανατολισμένη στο να μπορούμε να είμαστε σοβαροί απέναντι στις ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις και βεβαίως θέλουμε την ενσωμάτωση αυτής της Οδηγίας. Η στάση μας όμως πάνω στο νομοσχέδιο θα κριθεί πάρα πολύ και από το αν τις πολύ σοβαρές ενστάσεις-προτάσεις τις οποίες σας έχουμε θέσει σε συγκεκριμένα άρθρα, τα οποία προκαλούν προβλήματα και αμφιβολίες, αν λοιπόν μπορέσετε να μας ακούσετε και να κάνετε αποδεκτές τις προτάσεις μας.
Σας ευχαριστώ θερμά.