Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
κύριε Υπουργέ,
Πριν μπω στα θέματα του νομοσχεδίου το οποίο συζητάμε σήμερα, θεωρώ πως με αφορμή τη σημερινή συζήτηση είναι σκόπιμο και είναι χρήσιμο να ειπωθούν κάποια σοβαρά πράγματα τα οποία αφορούν στον χώρο της υγείας και -κακά τα ψέματα- αποτελούν πηγή προβλημάτων για όλη την ελληνική κοινωνία καθημερινά.
Και νομίζω είναι σημαντικό να θυμίσουμε, κύριε Υπουργέ, -και το λέω γιατί είστε και νομικός- ότι η κοινωνική διάσταση του δικαιώματος της υγείας προστατεύεται και κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του Συντάγματος, όπου αναφέρεται ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία. Και το κράτος και συγκεκριμένα το κράτος δικαίου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος, είναι υπεύθυνο για την προστασία του εννόμου αγαθού της υγείας με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο. Συμβαίνει όμως τελικά αυτό;
Η αλήθεια είναι, κύριε Υπουργέ, ότι βρισκόμαστε σε μεγάλη απόσταση από τις επιταγές αυτές του Συντάγματος. Και να δούμε τι συμβαίνει πραγματικά και τι συμβαίνει στην καθημερινότητα. Και όσο και αν δεν σας αρέσει, ήταν πράγματι αποκαλυπτικά τα στοιχεία από την έκθεση Λύτρα, γιατί αναδεικνύουν ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα, ένα μέγα θέμα, ότι τα νοσοκομεία της περιφέρειας κυρίως αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά προβλήματα. Και καταγράφει ακριβώς αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα. Σχεδόν το σύνολο των ασθενών, το 97,7%, όπως αναφέρει η έκθεση, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί εκτός ΜΕΘ απεβίωσαν. Η θνησιμότητα των ασθενών που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία της περιφέρειας ήταν αυξημένη κατά 64% σε σχέση με τους ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύτηκαν στην Αττική. Το ποσοστό ανάμεσα σε εκείνους που μπήκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας και έχασαν τη ζωή τους πέφτει στο 72,7%, δηλαδή ήταν πολύ λιγότεροι. Και πολύ μεγάλη σημασία έχουν οι διαφοροποιήσεις οι οποίες διαπιστώνονται και στα ποσοστά των απωλειών εντός ΜΕΘ ανάμεσα σε Αθήνα, όπου είναι 56% οι απώλειες, στη Θεσσαλονίκη που είναι 66% και στην υπόλοιπη επαρχία που είναι πάνω από 70%, αναδεικνύοντας για ακόμα μία φορά τις ανισότητες στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας μεταξύ του κέντρου και μεταξύ της περιφέρειας.
Η μελέτη αναδεικνύει περίτρανα αυτό το οποίο λέμε συνέχεια, λέμε διαρκώς, δηλαδή τη σημασία ενίσχυσης του εθνικού συστήματος υγείας, την οποία η Κυβέρνησή σας δεν την έκανε, κύριε Υπουργέ. Αναδεικνύει τις μεγάλες ανισότητες ανάμεσα σε Αττική και περιφέρεια, αλλά ακόμα και ανάμεσα σε μεγάλες πόλεις. Αναδεικνύει την ανάγκη ενδυνάμωσης του εθνικού συστήματος υγείας και την ανάγκη εξασφάλισης ποιοτικών υπηρεσιών υγείας προσβάσιμων σε όλους τους πολίτες.
Αυτές οι αναγκαιότητες για τη στήριξη, λοιπόν, του ΕΣΥ δεν χωρούν, δεν επιδέχονται καμίας ωραιοποίησης από την Κυβέρνησή σας. Αντιθέτως, απαιτούν άμεσες, γρήγορες, αποτελεσματικές παρεμβάσεις που δυστυχώς δεν βλέπουμε, κύριε Υπουργέ. Τι να κάνουμε τώρα; Πώς να το πούμε; Δεν τις βλέπει ο Έλληνας πολίτης ο οποίος μπαίνει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο μία ημέρα εφημερίας. Η έκθεση με τη δύναμη των αριθμών -που οι αριθμοί είναι ξεροκέφαλοι και το ξέρετε αυτό- και των στοιχείων τονίζει εμφατικά, λοιπόν, αυτήν την ανάγκη.
Ωστόσο, και πέρα από τη μελέτη, υπάρχουν μια σειρά από πολύ σοβαρές παθογένειες που συζητάμε. Ενδεικτικά θα αναφέρω το μείζον ζήτημα το οποίο ήταν σε όλα τα μέσα την προηγούμενη εβδομάδα και έχει να κάνει με το τι συμβαίνει στο ΠΑΙΔΩΝ «Αγία Σοφία». Και σε αυτό δεν θέλω να σας μιλήσω απλά και μόνο ως Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, αλλά ως μητέρα τριών παιδιών. Η λίστα αναμονής στα χειρουργεία για σχεδόν τρεις χιλιάδες παιδιά είναι απλά ο τραγικός καθρέφτης της κατάστασης την οποία βιώνουμε, η οποία επικρατεί στο σύστημα υγείας.
Και ξέρετε πολύ καλά, κύριε Υπουργέ, και αυτό το γνωρίζουμε όλοι μας, ότι τα ημίμετρα -γιατί ημίμετρα είναι αυτά τα οποία ανακοινώσατε- για τη μεταφορά αναισθησιολόγων από άλλα νοσοκομεία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να επιλύσουν την κατάσταση και δεν μπορούν να μετριάσουν αυτό το θλιβερό γεγονός που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά χιλιάδες ελληνικές οικογένειες.
Ας δούμε τώρα όμως και το τι συμβαίνει με ένα άλλο μείζον ζήτημα, ένα άλλο πάρα πολύ σοβαρό θέμα και έχει να κάνει με το πρόγραμμα του προσωπικού γιατρού που τρέχει αυτήν την περίοδο. Και το αναφέρω αυτό γιατί νομίζω ότι είναι πολύ ενδεικτικά τα συμπεράσματα μέχρι στιγμής από την εφαρμογή -όσο κανείς μπορεί να πει- αυτού του προγράμματος και το τι εξάγεται.
Περίπου τρεισήμισι χιλιάδες γιατροί έχουν ενταχθεί μέχρι στιγμής στον θεσμό του προσωπικού γιατρού με μόνο χίλιους από αυτούς να είναι ιδιώτες. Οι υπόλοιποι είναι από τα κέντρα υγείας και εντάσσονται υποχρεωτικά. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Αττική μόνο καλύπτεται μόνο το 50% των αναγκών. Σήμερα οι γιατροί οι οποίοι έχουν δηλώσει, λοιπόν, να είναι προσωπικοί γιατροί κατανέμονται ανισομερώς σε όλη τη χώρα και γι’ αυτό δεν καλύπτονται όλες οι περιοχές. Είναι ένα μείζον θέμα και το γνωρίζετε αυτό και σας το έχω επισημάνει.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην Αττική, όπου περίπου τρία εκατομμύρια πολίτες δεν μπορούν να βρουν ελεύθερο γιατρό. Και από την άλλη, οι γιατροί του δημοσίου, στα κέντρα υγείας, στα πολυϊατρεία, που υποχρεωτικά έγιναν προσωπικοί γιατροί, εργάζονται μόνο μέχρι το μεσημέρι, οπότε είναι λογικό ότι δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να εξυπηρετήσουν την πλειοψηφία των πολιτών που εργάζεται εκείνες τις ώρες.
Την τελευταία φορά που είχε επιχειρηθεί να εφαρμοστεί ένας αντίστοιχος θεσμός, αυτός του οικογενειακού γιατρού, όπως θυμάστε, είχαν εγγραφεί μόνο 1,2 εκατομμύρια πολίτες. Και ειλικρινά θέλω να ελπίζω και πρέπει να παρθούν οι σωστές αποφάσεις, ώστε να μην ζήσουμε για άλλη μια φορά μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια δημιουργίας οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα μας.
Και νομίζω ότι ειδικά η εμπειρία της πανδημίας, η οποία ώθησε ακόμη και εσάς που δεν πιστεύατε στο εθνικό σύστημα υγείας, όλους μας έκανε, σας έκανε -εμείς το γνωρίζαμε γιατί εμείς το θεσπίσαμε- να αναγνωρίσετε την προστιθέμενη αξία του εθνικού συστήματος υγείας που, παρά τις παθογένειες, παρά τα τεράστια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει, είναι ο κυρίαρχος στυλοβάτης της υγείας των Ελλήνων πολιτών.
Χρειάζεται, λοιπόν -και δεν θα σταματήσουμε να επαναλαμβάνουμε διαρκώς και να πιέζουμε προς αυτή την κατεύθυνση- μια ουσιαστική στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Όχι άλλη απαξίωση, όχι άλλη αδιαφορία, σε επίπεδο στελέχωσης, σε επίπεδο υποδομών, σε επίπεδο εξοπλισμού, σε επίπεδο οργάνωσης.
Χρειάζεται να δώσετε ουσιαστικά, πραγματικά κίνητρα, για τη στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού, για τη στήριξη των γιατρών, για τη στήριξη των νοσηλευτών, που δίνουν καθημερινά, με αυταπάρνηση, σκληρό αγώνα και αυτοί κράτησαν όρθιο το ΕΣΥ, μέσα σε όλες αυτές τις συνθήκες. Χρειάζεται, λοιπόν, να δώσετε κίνητρα οικονομικά, κίνητρα επιστημονικά, κίνητρα διοικητικά! Ανέφερε πολύ συγκεκριμένα πράγματα ο Ειδικός Αγορητής του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Φραγγίδης.
Και για μία ακόμα φορά -έχουμε χάσει το μέτρημα κυριολεκτικά- από το Βήμα αυτό σας καλώ και σας καλούμε, ως ΠΑΣΟΚ, που έχουμε καταθέσει αμέτρητες φορές και αντίστοιχη τροπολογία, να κάνετε την ένταξη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στα βαρέα και ανθυγιεινά, κάτι που μέχρι στιγμής πεισματικά αρνείστε και κάτι το οποίο αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση, κάτι που οφείλετε να κάνετε σαν ελάχιστο δείγμα αναγνώρισης του έργου τους. Γιατί η αύξηση 10% στο μισθό τους -και το είπε άλλωστε και ο κ. Φραγγίδης αυτό- δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κίνητρο, όταν στον ιδιωτικό τομέα παίρνουν τριπλάσιους μισθούς. Και αυτό νομίζω ότι το γνωρίζετε.
Χρειάζεται να μπει «νέο αίμα» μέσα στα νοσοκομεία. Έχουμε δεκαοκτώ χιλιάδες γιατρούς, οι οποίοι βρίσκονται και δουλεύουν και εργάζονται στο εξωτερικό κι εδώ πέρα έχουμε ελλείψεις στις πιο βασικές ειδικότητες. Και με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μία πραγματικά ποιοτική παροχή υπηρεσιών υγείας στους Έλληνες πολίτες.
Και να μην ξεχνάμε -και αυτό είναι κάτι το οποίο επαναφέρουμε διαρκώς στο δημόσιο διάλογο, το λέει και ο Πρόεδρός μας, ο κ. Ανδρουλάκης- ότι η Ελλάδα, κύριε Υπουργέ -και πρέπει να μας πείτε τι προτίθεστε να κάνετε γι’ αυτό- κατέχει την τρίτη θέση στην Ευρώπη, όπου η ελληνική οικογένεια επιβαρύνεται από ιδιωτικές δαπάνες υγείας, εξαιτίας των σοβαρών ελλείψεων και των παθογενειών του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Άρα, τι κάνετε γι’ αυτό;
Τώρα έρχομαι στο εν λόγω νομοσχέδιο, με το οποίο συστήνεται η Ένωση Τεχνολόγων Ακτινολογίας-Ακτινοθεραπείας Ελλάδος, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Οι τεχνολόγοι στελεχώνουν τόσο τις μονάδες πρωτοβάθμιας υγείας, όσο και τα νοσοκομεία και εργάζονται στα εργαστήρια απεικόνισης και στην ακτινοθεραπεία.
Το είπε σήμερα ο Αντιπρόεδρος της Βουλής, ο κ. Κακλαμάνης, που είναι και ακτινολόγος, και εγώ από τη μεριά μου θέλω να συμφωνήσω και νομίζω ο καθένας από το Βήμα της Βουλής πρέπει να αναγνωρίσει την τεράστια σημασία αυτής της ειδικότητας, πόσω μάλλον για τους καρκινοπαθείς. Και νομίζω ότι όσοι έχουμε βιώσει τέτοια περιστατικά, είτε στην οικογένειά μας είτε στο στενό μας περιβάλλον, γνωρίζουμε την τεράστια συμβολή αυτών των γιατρών.
Η σύσταση, λοιπόν, της ΕΤΑΑΕ στοχεύει στην αναβάθμιση του κλάδου των τεχνολόγων στην παροχή καλύτερων υπηρεσιών υγείας και στην καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων τα οποία προκύπτουν καθημερινά στον εργασιακό τους χώρο. Παράλληλα, επειδή πρόκειται για έναν τομέα που εξαρτάται και επηρεάζεται άμεσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις, απαιτεί συνεχή επικαιροποίηση γνώσεων και υψηλή κατάρτιση.
Το νέο θεσμικό όργανο θα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί και να εξασφαλίζει την αποτελεσματική προσαρμογή των εν λόγω επαγγελματιών στις διαρκείς εξελίξεις και τα νέα τεχνολογικά επιτεύγματα.
Όπως έχει ήδη τονίσει στις συζητήσεις των Επιτροπών ο ειδικός αγορητής μας, εμείς είμαστε θετικοί όσον αφορά το συγκεκριμένο σκέλος του νομοσχεδίου. Όμως, ως προς το σημερινό νομοσχέδιο, έχουμε από την άλλη και τη γνωστή αντιμετώπιση και το γνωστό πακέτο ρυθμίσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας με τις γνωστές εμβαλωματικές λύσεις ανάγκης, τις οποίες διαρκώς φέρνετε και τις οποίες συζητούμε για ακόμη μία φορά μέσα στα τελευταία δυόμιση χρόνια. Για μία ακόμη φορά φέρνετε παρατάσεις ρυθμίσεων που λήγουν στο τέλος του Σεπτεμβρίου και παρατείνεται με αυτό τον τρόπο και με αυτό το οποίο φέρνετε η ισχύς τους μέχρι 31-12-2022.
Πλέον κάθε τρεις μήνες, κύριε Υπουργέ, έχουμε την ίδια επανάληψη και νομίζω ότι από αυτό και μόνο προκύπτει αποδεδειγμένα ότι ούτε διαθέτετε κάποιο κατάλληλο σχέδιο, ούτε διαθέτετε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα για την υγεία όταν κάθε τρεις και πέντε μας φέρνετε παρατάσεις και παρατάσεις και παρατάσεις.
Είχατε πει τον Ιούνιο και συζητούσαμε πάλι τα ίδια και ξανά ήμουν κοινοβουλευτική εκπρόσωπος και σας ρωτούσα αν τα μέτρα αυτά αξιολογούνταν. Έγινε αξιολόγηση, λοιπόν, κύριε Υπουργέ; Θέλουμε να μας απαντήσετε. Υπάρχει αξιολόγηση; Και αν ναι, αυτή που οδήγησε; Οδήγησε πάλι σε τρίμηνες παρατάσεις προσωπικού, επικουρικών, ΙΔΟΧ κλπ., αντί γι’ αυτό που λέμε εμείς, για μόνιμες προσλήψεις; Και τι έγινε; Οδήγησε και πάλι σε απευθείας αναθέσεις; Οδήγησε και πάλι σε ιδιώτες παρόχους για υπηρεσίες και υλικά; Οδήγησε και πάλι σε μπαλώματα και πρόχειρες λύσεις που δηλώνουν, αν όχι σκοπιμότητα, τουλάχιστον ανικανότητα;
Το καταλαβαίνετε, νομίζω, ότι με αυτήν την τακτική σας το μόνο τελικά το οποίο ενισχύεται είναι η αδιαφάνεια και σαφέστατα με αυτόν τον τρόπο δεν δίνετε λύσεις, ούτε απαντάτε στα μακροχρόνια προβλήματα του συστήματος υγείας, τα οποία και κορυφώθηκαν και αναδείχθηκαν μέσα από την πανδημία.
Και, όπως σας είπα και πιο πριν, αυτά τα προβλήματα αφορούν στην επάρκεια του προσωπικού, στον ρόλο και στη λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, στις δομές, στην ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας, στην εκπαίδευση των υγειονομικών και σε πολλά άλλα.
Επίσης, δημιουργούνται πολύ σοβαρά ζητήματα αδιαφάνειας και πλέον είστε εντελώς έκθετοι, όπως προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 57 για την παράταση των ρυθμίσεων ζητημάτων δημοσίων συμβάσεων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Γιατί με την συγκεκριμένη διάταξη παρατείνεται η δυνατότητα για συμβάσεις προμηθειών υγειονομικού υλικού, φαρμάκων, μέσων προστασίας, εξετάσεων, εξοπλισμού και νοσηλείας με απευθείας αναθέσεις κατά παρέκκλιση της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις. Αναρωτιέμαι: Δυόμισι χρόνια πανδημίας δεν ήταν αρκετός χρόνος για να εγκαταλειφθούν τέτοιου είδους διαδικασίες; Και από την άλλη, καμία λογοδοσία, κανένας απολογισμός για τον λογαριασμό, για το κόστος της πανδημίας, για το πού δίνετε και το τι δίνετε.
Κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε, θα μου επιτρέψετε να πω δυο λόγια για τις τροπολογίες τις οποίες κατέθεσε το Κίνημα Αλλαγής, το ΠΑΣΟΚ, για την λειτουργία της ΕΥΠ και για την αποκατάσταση του ρόλου της ΑΔΑΕ, που με πολύ μεγάλη επάρκεια ανέλυσε η Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής μας Ομάδας, η κυρία Λιακούλη.
Εμείς καταθέσαμε τρεις ξεχωριστές τροπολογίες στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο αναλαμβάνοντας ως ΠΑΣΟΚ θεσμική πρωτοβουλία για το πλαίσιο λειτουργίας της ΕΥΠ και για την αποκατάσταση του ρόλου της ΑΔΑΕ. Και συγκεκριμένα, με τις τροπολογίες αυτές ζητούμε η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών να μεταφερθεί ως σύνολο αρμοδιοτήτων, θέσεων και προσωπικού στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Ζητούμε να αποκατασταθεί ο ρόλος της ΑΔΑΕ ως προς την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, επεκτείνοντας τις περιπτώσεις αυτές στη δυνατότητα γνωστοποίησης του μέτρου αυτού στους θιγόμενους. Ουσιαστικά, δηλαδή, λέμε να επανέλθει το προηγούμενο καθεστώς το οποίο ίσχυε αδιαλείπτως από το 1994 έως και το 2021, όταν η ΑΔΑΕ αποψιλώθηκε από αυτή την αρμοδιότητα, οδηγώντας την υπό τον Πρωθυπουργό σε ένα καθεστώς πανοπτικής ασυδοσίας και ενός απίστευτου συγκεντρωτισμού, τον οποίο βλέπουμε από τον τρόπο λειτουργίας της Κυβέρνησής σας.
Ζητούμε, επίσης, μία διάταξη η οποία θα επιβάλλει την άρση του απορρήτου και η οποία με βάση αυτήν θα περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: Θα αναφέρεται ρητά ποιο είναι το όργανο το οποίο την διατάσσει αυτήν την άρση, ποια είναι η δημόσια αρχή ή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής που ζητούν την επιβολή της άρσης, ποιος είναι ο σκοπός της επιβολής αυτής της άρσης και μία σειρά από άλλα στοιχεία που με αυτόν τον τρόπο και με αυτές τις ρυθμίσεις θεωρούμε ότι θα μπορέσουμε να συμβάλουμε σοβαρά, αξιόπιστα, υπεύθυνα στη θωράκιση του θεσμικού πλαισίου και λειτουργίας τόσο της ΕΥΠ, όσο και της ΑΔΑΕ.
Η μέχρι τώρα εμπειρία της πανδημίας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έχει δείξει ότι είναι πρώτη προτεραιότητα -οφείλει να είναι πρώτη προτεραιότητα- η ανάγκη για ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, προκειμένου να μπορεί να υπάρχει ετοιμότητα όχι απλά απέναντι στην τωρινή κατάσταση, αλλά σε οποιαδήποτε μελλοντική υγειονομική απειλή. Διότι έχουμε μπει πλέον σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Πρέπει, λοιπόν, το βλέμμα μας και οι πράξεις μας να είναι προς το μέλλον και προς την αντιμετώπιση οποιασδήποτε τέτοιας συνθήκης.
Αυτό, κύριε Υπουργέ, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια σοβαρή πολιτική με γνώμονα το συμφέρον των πολιτών, τον σεβασμό του δικαιώματος που έχουν στη δημόσια υγεία, με χαρτογράφηση συγκεκριμένη των υγειονομικών αναγκών σε όλη την επικράτεια και βεβαίως με οργανωμένη αντιμετώπιση των αναγκών που υπάρχει και με στελέχωση των νοσοκομείων και των δομών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Σας ευχαριστώ θερμά.